Στις 23 Σεπτεμβρίου το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) έδωσε στη δημοσιότητα ανακοίνωση υπό τον τίτλο «Δεν διαπιστώνεται σημαντικό πρόβλημα ρύπανσης στα πλημμυρισμένα νερά της λίμνης Κάρλας». Στην ανακοίνωση αναφέρεται πως ο ΟΦΥΠΕΚΑ πραγματοποίησε δειγματοληψίες σε πέντε σημεία της περιοχής και επισυνάπτεται ο σχετικός χάρτης. Δυστυχώς, δεν δίνονται οι τιμές για τις παραμέτρους που προσδιορίστηκαν. Αναγράφονται μόνο ορισμένα ποιοτικά συμπεράσματα όπως «το σύνολο των φυσικοχημικών παραμέτρων εμφανίζονται βελτιωμένες σε σχέση με τις τιμές πριν την πλημμύρα», «δεν ανιχνεύονται πετρελαϊκοί υδρογονάνθρακες, φαινόλες και χλωριόντα», «για τα βαρέα μέταλλα παρατηρείται μικτή εικόνα, η οποία χρήζει παρακολούθησης».

Στη γειτονική περιοχή του Βόλου, στην ιστοσελίδα της Δημοτικής Επιχείρησης δρευσης Αποχέτευσης (ΔΕΥΑΜΒ), αναρτήθηκε πρόσφατα ανακοίνωση όπου αναφέρονται «υπερβάσεις στο μικροβιακό φορτίο» κατά τη δειγματοληψία της 11ης Σεπτεμβρίου και «παρουσία υπολειμματικού χλωρίου, που παραπέμπει στην απουσία μικροβίων» στις δειγματοληψίες της 12ης Σεπτεμβρίου. Κι εδώ απουσιάζουν πληροφορίες σχετικά με τις τιμές που μετρήθηκαν ενώ δεν δίνονται στοιχεία για τον αριθμό των δειγμάτων και τα σημεία δειγματοληψίας.

Σε αναλογία με τα παραπάνω, στις 26 Σεπτεμβρίου, η Ελληνική Αρχή Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ) εξέδωσε δελτίο Τύπου σχετικά με την ποιότητα των υπόγειων υδάτων στην Ελλάδα. Σύμφωνα με αυτό «Η ποιοτική κατάσταση του 29% των σταθμών παρακολούθησης χαρακτηρίζεται ως κακή». Η έκθεση με τις πληροφορίες για το τι ακριβώς βρέθηκε σε κάθε σημείο δειγματοληψίας δεν είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της ΕΑΓΜΕ.

Παραθέτω τα συγκεκριμένα παραδείγματα για να θέσω το ερώτημα: Εχουν δικαίωμα οι πολίτες να γνωρίζουν επ’ ακριβώς τα περιβαλλοντικά δεδομένα μιας περιοχής; Δηλαδή, την ποιότητα του πόσιμου νερού της πόλης που ζουν ή επισκέπτονται, την ποιότητα των νερών που κολυμπούν, των νερών που χρησιμοποιούν στις καλλιέργειες;

Η απάντηση της επιστημονικής κοινότητας σε αυτό είναι σαφώς ΝΑΙ. Ειδικά όταν αναφερόμαστε σε ρύπους που δυνητικά εγκυμονούν κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Οι ανακοινώσεις που σχετίζονται με την ποιότητα των υδάτων, πέρα των γενικών συμπερασμάτων, θα πρέπει να συνοδεύονται από αναλυτικές πληροφορίες για το τι ακριβώς βρέθηκε και πού, ποια τα όρια της νομοθεσίας, ποια τα όρια ανίχνευσης των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν. Το ίδιο άλλωστε ζητά και η ευρωπαϊκή νομοθεσία, που σπανίως εφαρμόζουμε.

Αν κάποιος ψάξει στο Διαδίκτυο σήμερα, θα δει ότι η κάθε ΔΕΥΑ ακολουθεί διαφορετική στρατηγική στο είδος της πληροφορίας που κοινοποιεί σχετικά με την ποιότητα των πόσιμων νερών. Για τα νερά κολύμβησης δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να βρεις από το κινητό σου την κατάσταση της παραλίας που επισκέπτεσαι. Για την ποιότητα των ποταμών και λιμνών, η τελευταία έκθεση, που έχει αναρτήσει το ΥΠΕΝ, σχετικά με την παρουσία των ουσιών προτεραιότητας της Ευρωπαϊκής Οδηγίας (φυτοφάρμακα, βαρέα μέταλλα κ.λπ.) καλύπτει την περίοδο 2000-2008!

Η άμεση πρόσβαση των πολιτών στα περιβαλλοντικά δεδομένα είναι ένα ζήτημα που συζητείται χρόνια αλλά δυστυχώς δεν παρατηρείται καμία βελτίωση. Τι φοβόμαστε; Στην περίπτωση που όλες οι μετρήσεις μίας περιοχής είναι καλές, αυτό θα καθησυχάσει αυτομάτως τους συμπολίτες μας. Από την άλλη, αν υπάρχουν λάθη μεθοδολογικά ή εντοπίζονται φαινόμενα ρύπανσης, θα δοθεί η δυνατότητα στις αρχές να παρέμβουν έγκαιρα κι αποτελεσματικά. Η έλλειψη διαφάνειας μόνο κακό κάνει συντηρώντας το κλίμα καχυποψίας απέναντι στο κράτος και τις υπηρεσίες που προσφέρει.

Ο κ. Νάσος Στασινάκης είναι καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής, πρόεδρος του Τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου.