Στην πόρτα ενός σχολείου

Αισθάνομαι πως αλλάζω μέρα με τη μέρα μπροστά σε μία πόρτα που θα μείνει ίδια περισσότερο από όλους μας. Ενα βαψιματάκι μόνο θυμάμαι πριν από λίγα χρόνια, αλλά στην ουσία ίδια.

Περιμένοντας το μεσημέρι τη μικρή μου κόρη να σχολάσει από την πρώτη μέρα στην Τρίτη Δημοτικού. Η μεγάλη έχει τελειώσει εδώ και τρία χρόνια. Δίπλα μου ένας πατέρας με δύο κόρες στις ίδιες ακριβώς ηλικίες. Του λέω «αν βάλεις τα δύο χρόνια, προνήπιο-νήπιο, θα είμαστε κάθε μέρα την ίδια ώρα σε αυτή την πόρτα για δεκατέσσερα χρόνια, το ξέρεις;». Πάγωσε λίγο, τον λυπήθηκα, ήμουν σκληρός. Δεκατέσσερα χρόνια κάθε μέρα την ίδια ώρα στην ίδια πόρτα! Η μεγαλύτερη σταθερά στη ζωή μου. Τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτή τη συνέπεια. Αν το είχα σκεφτεί νωρίτερα, θα έβγαζα κάθε μέρα μία φωτογραφία. Κάτι θα τις έκανα μετά, δεν ξέρω.

Με όλους τους καιρούς, με όλες τις δικές μου πιθανές διαθέσεις, χαρούμενος, λυπημένος, σκασμένος, άρρωστος, ευτυχισμένος.

Εκατοντάδες μικρές, δεκάλεπτες συζητήσεις, με τους γονείς που περιμένουν. Κάθε μέρα οι ίδιοι. Μεγαλώνουμε μαζί σε εκείνη την πόρτα. Θα έλεγα γερνάμε σε εκείνη την πόρτα, αλλά μην το κάνω τόσο τραγικό. Εχουμε ξεπετάξει σε εκείνα τα δεκάλεπτα όλη την πολιτική επικαιρότητα, τα θέματα του σχολείου, καινούργια ανέκδοτα, αθλητικά, πολιτιστικά, περιμένοντας τα πιτσιρίκια που κάθε μέρα περνάνε εκείνη την πόρτα κατά μία μέρα μεγαλύτερα κι εκείνα. Ανταλλάσσουμε νέα για τους πυρετούς τους, λέμε καμιά κουβέντα για τα μαθήματα, προσπαθούμε να παρέμβουμε διακριτικά όταν χαλάνε πρόσκαιρα οι σχέσεις τους από κάποια παρεξήγηση στο διάλειμμα. Για δεκατέσσερα χρόνια κάθε μέρα την ίδια ώρα, οφείλω να το υπενθυμίσω.

Γεννητούρια, ξαφνικοί θάνατοι, αλλαγές στη δουλειά, σκάνε σαν φλασάκια οι πληροφορίες, δεν υπάρχει ο χρόνος να ασχοληθείς περισσότερο πέρα από την αρχική αυτόματη αντίδραση. Κι εκείνο που με άλλο χτένισμα την πας το πρωί και με άλλο βγαίνει το μεσημέρι, ένα αίνιγμα άλυτο.

Πουθενά στη ζωή μου δεν χρειάστηκε να είμαι τόσο ακριβής σε τόπο και ώρα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν νομίζω να χρειαστεί. Αισθάνομαι πως αλλάζω μέρα με τη μέρα μπροστά σε μία πόρτα που θα μείνει ίδια περισσότερο από όλους μας. Ενα βαψιματάκι μόνο θυμάμαι πριν από λίγα χρόνια, αλλά στην ουσία ίδια.

Σκέφτομαι έναν στίχο του Τάσου Λειβαδίτη. «Κι όμως, για να βγάλεις φτερά, φτάνει ν’ ακουμπήσεις σε έναν τοίχο και να σκεφτείς πόσο λίγο θα ζήσεις». Οχι τοίχο, αυτή την πόρτα εννοούσε.

Ακούγομαι σαν να παραπονιέμαι. Οχι, κάθε άλλο. Απλά δεν υπάρχουν όμορφες σκέψεις δίχως τις σκιές τους. Ολα ρίχνουν σκιά.

Ετσι όπως τρέχουν όλα να βγουν έξω με τα πολύχρωμα ρούχα τους, είναι σαν μια έκρηξη λουλουδιών, σαν το χρωματιστό μέλλον, σαν το αίμα μας με κοτσίδες και αθλητικά παπούτσια. Καταδικασμένα να μεγαλώσουν. Ευλογημένα να μεγαλώσουν.

Γελάω μόνος μου τραγουδώντας τα λόγια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου «δυο πόρτες έχει η ζωή». Υποψιάζομαι πως είναι μία. Η ίδια για το μπες και για το βγες. Και θα ‘ναι μεσημέρι.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.