Ο Κώστας Σημίτης υπήρξε εξαρχής, ως προς τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις και τις πρακτικές, στέρεος πολιτικός. Μεθοδικός, συστηματικός, πειθαρχημένος, θιασώτης της ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας από την πρώτη επίσημη εμπλοκή του με την πολιτική το 1965, όταν σε ηλικία 29 ετών, συνεπικουρούμενος από τους Σάκη Καράγιωργα, Βασίλη Φίλια, Μάριο Πλωρίτη και Νίκο Γκαργκάνα, ίδρυσε τον «Ομιλο Παπαναστασίου», ο οποίος με την επικράτηση της χούντας των συνταγματαρχών το 1967 μετεξελίχθηκε σε «Δημοκρατική Αμυνα» και πέρασε στην παρανομία.

Πίστευε βαθιά στα δημοκρατικά ιδεώδη, υπερασπιζόταν την κοινωνική απελευθέρωση από τους φύλαρχους κομματάρχες της τότε ελληνικής πολιτικής και ο προσανατολισμός του ήταν σταθερά ευρωπαϊκός. Το 1974 συνέβαλε στην ίδρυση του ΠαΣοΚ, συμμετείχε στη συγγραφή της ιδρυτικής Διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη και ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του συνιδρυτή.

Ωστόσο διατηρούσε πάντα την αυτονομία του απέναντι στον Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1979 δεν δίστασε, με σειρά άρθρων του στην «Ελευθεροτυπία» υπό τον γενικό τίτλο «Δομική Αντιπολίτευση», να σταθεί απέναντι στον Ανδρέα και να τοποθετηθεί υπέρ του ευρωπαϊκού δρόμου, αντιτιθέμενος στο σύνθημα της εποχής «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο» και υπερασπιζόμενος την «Ευρώπη των λαών και των εργαζομένων». Για αυτόν τον λόγο δεν ήταν υποψήφιος στις θριαμβευτικές για τον Ανδρέα και το ΠαΣοΚ εκλογές του 1981. Ωστόσο στην πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα συμμετείχε ως εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Γεωργίας, αναλαμβάνοντας το κρίσιμο τότε έργο προσαρμογής της ελληνικής γεωργίας στα κοινοτικά πρότυπα.

Πολύγλωσσος και γνώστης της ευρωπαϊκής πολιτικής, έπαιξε τότε σημαίνοντα ρόλο στην απορρόφηση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων και στην αναπροσαρμογή της γεωργικής παραγωγής. Από την έναρξη της πρώτης υπουργικής θητείας του συνδέθηκε με ξεχωριστά πρόσωπα. Το 1981, στο πρώτο επίσημο ταξίδι του στις Βρυξέλλες, συνάντησε τον Νίκο Θέμελη, ο οποίος έκτοτε υπήρξε ο στενότερος των συνεργατών του και συμπαραστάτης στο έργο του. Το 1985, μετά τις δεύτερες νικηφόρες εκλογές, όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου αντιμετώπισε την πρώτη σοβαρή οικονομική κρίση και βρέθηκε απέναντι στο διαχρονικό ελληνικό πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων, του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου πληρωμών, εκλήθη να αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και να καταρτίσει το πρώτο ελληνικό σταθεροποιητικό πρόγραμμα, που πέραν των άλλων επέβαλε και την έναρξη των μεγάλων αλλαγών για τη συμμετοχή της χώρας στην αρχόμενη τότε διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι πολιτικές αρετές του φανερώθηκαν σε εκείνη την κρίσιμη τριετία μεταξύ 1985-87. Με τους πάντες απέναντι, των κομματικών δυνάμεων συμπεριλαμβανομένων, οργάνωσε έναν ισχυρό τεχνοκρατικό μηχανισμό, αποτελούμενο από αξιόπιστα πρόσωπα, ικανό να αντεπεξέλθει το δύσκολο έργο επανασύστασης και γενναίας μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας.

Αυτή ήταν ίσως και η κρισιμότερη ικανότητά του. Να πλαισιώνεται δηλαδή από πρόσωπα ξεχωριστά και ικανά να προετοιμάσουν και να υπηρετήσουν τομές και μεγάλες αλλαγές. Επί τρεις μήνες πλειάδα στελεχών συμμετείχε σε συνεργασία με τις Βρυξέλλες και τον κύκλο του Ζακ Ντελόρ για την κατάρτιση του προγράμματος σταθεροποίησης. Κινητοποιήθηκαν τότε, πέραν του Νίκου Θέμελη, οι Θόδωρος Καρατζάς, Γιάννης Σπράος, Λουκάς Παπαδήμος, Νίκος Γκαργκάνας, Σταύρος Θωμαδάκης, Τάσος Γιαννίτσης, Γιάννης Στουρνάρας, Βασίλης Ράπανος, Δημήτρης Παπούλιας και κρίσιμο ρόλο είχε επίσης ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Δημήτρης Χαλικιάς.

Οταν παρουσιάστηκε στα μέσα Οκτωβρίου του 1985 φέρνοντας στην προμετωπίδα του το σύνθημα «Καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε», προκάλεσε πολιτικό σεισμό στη χώρα και αντιμετωπίστηκε ως πρόγραμμα σκληρής λιτότητας από τα συνδικάτα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τον σκληρό κομματικό πυρήνα του ΠαΣοΚ.

Η δραχμή υποτιμήθηκε, οι μισθοί πάγωσαν, οι συντάξεις επίσης, ελήφθησαν πάμπολλα δημοσιονομικά μέτρα, οι δημόσιες επιχειρήσεις ετέθησαν σε καθεστώς εξυγίανσης και μαζί έγιναν τα πρώτα βήματα απελευθέρωσης των αγορών, της κίνησης των κεφαλαίων, του εκσυγχρονισμού των τραπεζών και αναγέννησης της κεφαλαιαγοράς. Ωστόσο, παρά τις πολλές αντιξοότητες, το πλήθος των εμποδίων και τις πολλές συγκρούσεις στους δρόμους, ο Σημίτης επέμεινε και κατάφερε να επιδράσει καταλυτικά στη λειτουργία της οικονομίας και της χώρας. Ηταν η πρώτη σοβαρή απόπειρα εκσυγχρονισμού, μεταρρύθμισης και προσέγγισης του ευρωπαϊκού δρόμου και ευρωπαϊκού κεκτημένου.

Εκείνο το πρώτο πρόγραμμα σταθεροποίησης δεν ολοκληρώθηκε. Αναιρέθηκε από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου τον Δεκέμβριο του 1987 στη Βουλή, κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού, όταν αρνήθηκε την προβλεφθείσα εισοδηματική πολιτική. Ο Κώστας Σημίτης παραιτήθηκε και έκτοτε άρχισε να προπαρασκευάζει τη διεκδίκησή του για την ηγεσία του ΠαΣοΚ. Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι και το 1989 ήταν αποδιοργανωτικά, αλλά το σπέρμα της μεταρρύθμισης είχε απλωθεί για τα καλά.

Στα χρόνια της μητσοτακικής διακυβέρνησης μεταξύ 1990-93, ο Σημίτης έδειξε και πάλι στοχοπροσήλωση. Οργάνωσε τον Ομιλο Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας και μέσω αυτού άρχισε να προσελκύει και πάλι ξεχωριστά πρόσωπα και δυνάμεις, προπαρασκευάζοντας επιμέρους πολιτικές και πλήρες ολοκληρωμένο σχέδιο για το μέλλον και τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό της χώρας. Ο Παπανδρέου, παρότι ενεργός και δραστήριος, ασθενούσε βαρύτατα και ήταν θέμα χρόνου η έναρξη των διαδικασιών διαδοχής του.

Η μεγάλη νίκη του επί του Μητσοτάκη το φθινόπωρο του 1993 παρέτεινε τον χρόνο διαδοχής και ο Σημίτης τοποθετήθηκε υπουργός Βιομηχανίας, από όπου παραιτήθηκε το 1995, έπειτα από επικριτικά σχόλια του Παπανδρέου για την πολιτική που ασκούσε στα Ναυπηγεία. Στην επιστολή παραίτησης ανέφερε ότι για «τίποτε δεν θα θυσίαζα την ανεξαρτησία της σκέψης μου».

Είχε προηγηθεί το φθινόπωρο του 1994 το περιβόητο «δείπνο των τεσσάρων», όπου Κώστας Σημίτης, Παρασκευάς Αυγερινός, Θόδωρος Πάγκαλος και Βάσω Παπανδρέου, στο σπίτι της τελευταίας στο Χαλάνδρι, συμφώνησαν στο «δόγμα του εκσυγχρονισμού» και αποφάσισαν να ηγηθεί της διαδοχής του Ανδρέα ο Κώστας Σημίτης. Ακολούθησε το δράμα του Ωνασείου, όπου νοσηλευόταν βαρύτατα ασθενής ο Ανδρέας Παπανδρέου, και έπειτα από μέρες πιέσεων οδηγήθηκε στην παραίτηση από την πρωθυπουργία.

Στις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα κοινοβουλευτικές διαδικασίες τον Γενάρη του 1996 ο Σημίτης επικράτησε των συνδιεκδικητών του Ακη Τσοχατζόπουλου και Γεράσιμου Αρσένη και ανέλαβε την πρωθυπουργία δοκιμαζόμενος εξαρχής από την κρίση των Ιμίων. Αποτέλεσε εκείνη η κρίση το πρώτο σκληρό τεστ. Ο Σημίτης ορθώς απέφυγε την πολεμική σύγκρουση, διεκδικώντας και αποδεχόμενος την αμερικανική παρέμβαση. Οι Ενοπλες Δυνάμεις σε εκείνη τη φάση ήταν αποδιοργανωμένες και η εθνική τραγωδία σχεδόν προδιαγεγραμμένη, παρά τα δήθεν ηρωικά και πένθιμα των εθνικιστικών κύκλων.

Με τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου το καλοκαίρι του 1996, ο Σημίτης απαίτησε τη διεξαγωγή κομματικού συνεδρίου προκειμένου να αναλάβει και την ηγεσία του κόμματος. Οπερ και εγένετο σε μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα δημοκρατική πολιτική διαδικασία. Αμέσως μετά προκήρυξε εθνικές εκλογές, τις οποίες και κέρδισε το φθινόπωρο του 1996.

Εκτοτε αφοσιώθηκε στο έργο ένταξης της χώρας στην Οικονομική Νομισματική Ενωση και στη ζώνη του ευρώ. Από το 1996 μέχρι τον Μάρτιο του 1998, οπότε και κλείδωσε η ισοτιμία της δραχμής και επιβεβαιώθηκε η ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη, η προσπάθεια μόνο ανέφελη δεν ήταν. Οι επικρίσεις και οι κατηγορίες για διαφθορά περίσσευαν τότε.

Πολιτικές όπως εκείνη της προτίμησης ελληνικών εταιρειών στις κρατικές προμήθειες ή το αποδεδειγμένο αργότερα πλιάτσικο των αμυντικών δαπανών από τον Ακη Τσοχατζόπουλο ήγειραν αμφισβητήσεις. Και πάλι ωστόσο δεν άγγιξαν τον ίδιο. Εκείνος υπήρξε και πάλι επίμονος, κινητοποίησε ξανά πρόσωπα ξεχωριστά, επέλεξε τις απαραίτητες πολιτικές, συγκρούστηκε με πολλούς για αυτές και στο τέλος κατάφερε τον σκοπό του.

Το 2000, αφού είχε προηγηθεί το σκάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας του 1999, κέρδισε για δεύτερη φορά τις εκλογές και την Πρωτοχρονιά του 2002 ήταν αυτός που έβγαλε τα πρώτα ευρώ από το ΑΤΜ της Τράπεζας της Ελλάδος. Το μεγάλο κακό στη συνέχεια ήταν ότι δεν μπόρεσε να θωρακίσει θεσμικά τη χώρα και την οικονομία της έναντι των διαχρονικών δίδυμων ελλειμμάτων.

Η έγκαιρη προσπάθειά του για αντιμετώπιση του Ασφαλιστικού ακυρώθηκε από τις κομματικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις και η χώρα παραδόθηκε απαράσκευη την άνοιξη του 2004 στον αμέριμνο, παρά τα αντιθέτως προπαγανδιζόμενα, Κώστα Καραμανλή, με τις γνωστές συνέπειες μετά τη μεγάλη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Από τη δεύτερη θητεία Σημίτη έμειναν η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τα μεγάλα έργα, η μικρής διάρκειας αύρα της γιορτής των Ολυμπιακών Αγώνων, τη διεκδίκηση και ανάληψη των οποίων παρεμπιπτόντως δεν ήθελε και πάντοτε την αντιμετώπιζε με επιφύλαξη μεγάλη. Οπως και να έχει, ο Σημίτης θα μείνει στην Ιστορία ως ένας επίμονος και μεθοδικός πολιτικός, με στέρεες και καθαρές απόψεις για τη χώρα και τη θέση της στον κόσμο. Τις οποίες και υπηρέτησε με πίστη, χωρίς συμβιβασμούς και επιφυλάξεις.