Στη Συκιά της Λακωνίας, τη δεκαετία του 1950. Οι άνθρωποι ξεκαλοκαιριάζουν «στ’ αμπέλια». Oχι, δεν είναι αμπελώνες. Αλλά μια περιοχή έξω από το χωριό, με μονόχωρα σπίτια, αλλά κυρίως υπαίθρια ζωή, όπου άντρες, γυναίκες και παιδιά βρίσκονται κοντά στα κτήματα με τις συκιές, το βασικό προϊόν που εμπορεύονται. Την εμπειρία της ζωής στ’ αμπέλια περιγράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, ο πρόεδρος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, στο ομώνυμο βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε (εκδόσεις Πόλις). Γεννημένος το 1953, στη Συκιά, πέρασε εκεί εννιά χρόνια της παιδικής του ηλικίας – από το 1959. Και στο γοητευτικό βιβλίο του διασώζει, μέσα από το δικό του βίωμα, μέσα από μια γραφή απλή και τρυφερή, μέσα από μια γλώσσα διάστικτη από λέξεις της ντοπιολαλιάς, έναν αγροτικό βίο κυρίως υπαίθριο, που μοιάζει να επαναλαμβάνεται, απαράλλακτος και ακίνητος από την εποχή του Ησιόδου. Δεν την εξιδανικεύει αυτή τη ζωή. Τη δίνει σε όλες τις διαστάσεις. Με τη μεγαλοσύνη της αλλά και με τη βία της, με την αλληλεγγύη της αλλά και με την κακία της και τη δεισιδαιμονία της. Με τις αρετές της και τα πάθη της. «Οι άντρες έπαιζαν πολύ. Επαιζαν τα όσο χρήματα τύχαινε να έχουν αποκτήσει, το λάδι της χρονιάς, τα χωράφια τους». Και βεβαίως με την αυτάρκη φτώχεια της.
Παιδί του παπά του χωριού, ο συγγραφέας μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 1959, επειδή ο πατέρας ήθελε να δώσει καλύτερη εκπαίδευση σ’ αυτόν και στην αδελφή του. «Φορτώσαμε τα στρωσίδια μας, τα πιατικά, τα τεντζερέδια, ακόμη και τις κότες μας σ’ ένα φορτηγό και φύγαμε για την Αθήνα». Απ’ αυτό το ίδιο καλοκαίρι πηγαίνει στ’ αμπέλια. Βασικός λόγος για την οικογένειά του να τον στέλνει εκεί είναι να πάρει κανένα κιλό – «γιατί ήμουν βερέμης». Oταν ήταν ενάμισι έτους έπαθε κυάμωση τρώγοντας φρέσκα κουκιά. Θεραπεύτηκε αλλά μετά την περιπέτεια δεν έπαιρνε ούτε δράμι. Ετσι, όταν έφτανε στ’ αμπέλια τον ζύγιζαν. Οταν έφευγε, τον Σεπτέμβριο, τον ζύγιζαν πάλι. Το καλοκαίρι του 1967 ήταν το τελευταίο του στ’ αμπέλια. Αρχιζε ένας άλλος κύκλος ζωής, που, όπως λέει ο συγγραφέας, θέλει άλλες λέξεις και άλλα ονόματα για να τον διηγηθείς.