Τα φαντάσματα. Η φωτιά. Το νερό παίρνει τα φαντάσματα και τα κάνει αληθινά. Shut up, be happy, stop whining please: Porcupine Tree, «το» συγκρότημα. Του αρέσουν, είναι ροκάς, αν και στη γειτονιά όλοι οι φίλοι γουστάρουν τραπ. Ο Αργύρης, ο πιο κουλτουρέ, τη λέει: «η ραψωδία του σήμερα». Εκείνος τη σιχαίνεται. Φράγκα, γκόμενες, λουστρέ. Stop whining please. Δεν έκλαψε. Ούτε όταν το είδε ούτε μετά. Είχαν μαζευτεί όλοι. Εκτός από τον αδερφό του πατέρα του. Είχαν να μιλήσουν είκοσι χρόνια, πριν ακόμη εκείνος γεννηθεί. Κανείς δεν πρόφερε το όνομά του στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Δεν έμαθε ποτέ γιατί.
Δεν έκλαψε. Δεν κλαίει. Μόνο κάποιες φορές τα βράδια, όταν κλείνει το πισί στο ξενοδοχείο, το μάτι υγραίνει, εσωτερικά. Κενό, σιωπή. Η πιο γαμημένη φτώχεια, να μην υπάρχει τίποτα μπροστά. Αποτάσσεσαι το μέλλον; Αποτάσσομαι. Προσάρτηση στο παρόν, στο συνεχές κι αδιάβλητο.
Τελευταία ρουφηξιά. Τσιγάρο pharmakon nepenthes. Στο βάθος, μακριά, το μπιτς μπαρ. Ενα ζευγάρι αγκαλιά πίνουν καφέ χαζεύοντας τη θέα. Στο κρεβάτι εκείνη εφτά φόρες πιο ευτυχής. Ή δεκατέσσερις, ή εικοσιμία. Πάντως πιο ευτυχής.
Οι γλάροι γλιστρούν χαριτωμένα από πάνω, οι κραυγές τους σαν μακρινοί θρήνοι. Σηκώνει ένα σπασμένο κοχύλι. Το βάρος στο χέρι του είναι συγκινητικό και βαθύ. Ενα γάβγισμα, από πάνω. Σκυλιά, τα φοβάται από παιδί. Το κοιτάζει κοντρ πλονζέ. Τα σάλια του σκύλου. Τα σάλια της φωτιάς. Ιερόσυλες σκέψεις.
Το σκυλί κατεβαίνει γρήγορα από τον βράχο, έρχεται δίπλα του, τον μυρίζει. Αδέσποτο, καφέ με ξανθές τρίχες, το ένα μάτι του χτυπημένο, το άλλο όμως σπινθηρίζει. Στέκεται ακίνητος. Το σκυλί κουνάει την ουρά του, του γλείφει την παλάμη. Είναι φιλικό. Ηρεμεί. Πετάει ένα βότσαλο μακριά, εκείνο κάνει να φύγει, αλλά, σαν να αντιλαμβάνεται το ανούσιο του πράγματος, σταματά και τον κοιτάζει. Σκυλί γατόνι.
Ξαπλώνει, ο ήλιος κάθετος. Κλείνει τα μάτια. Σκοτάδι. Τα ξανανοίγει. Γη, νερό, ουρανός.
Το μεσημέρι έκαιγε. Φυσούσε. Τα σκοτεινά ξερά χόρτα στο χωράφι ταξίδευαν. Κάποιος πάρκαρε το αυτοκίνητο βιαστικά, η εξάτμιση φλόγιζε. Εφυγε προς τα κάτω. Μια αλεπού κρύφτηκε πίσω από ένα σωρό κομμένα ξύλα σαν κάτι να φοβήθηκε. Ενα φύλλο κόλλησε πάνω στην εξάτμιση. Αμέσως πήρε φωτιά. Υστερα κι άλλο. Κι άλλο, κι άλλο. Το μάτι της φωτιάς κοκκίνισε. Σπίθες, μικρές εστίες, ένα μικρό καυτό παιχνίδισμα, σε έναν περιορισμένο χώρο. Ο άνεμος άρχισε να φυσάει τον καπνό, απαλά σαν τραγούδι. Και να δυναμώνει, ολοένα να δυναμώνει. Χωρίς εμένα δεν υπάρχει τίποτα. Εγώ το φτιάχνω όλο… Θέλω. Θέλω. Θέλω. Κάτι. Κάτι να μη θυμάμαι αυτή τη γαμημένη φωτιά να καταπίνει το σπίτι. Ενα σημάδι, ένα σημάδι, πού; Πατέρα. Πατέρα. Πα-τέ-ρα!
Πατέρα, τα ‘μαθες τα νέα; Ζω.
Σπασμένο κοχύλι.