Κατά τους αισιόδοξους, με την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών και από την ελληνική Βουλή επιλύεται το πρόβλημα των σχέσεων Ελλάδας – πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Κατά τους απαισιόδοξους διευκολύνονται οι αλυτρωτικές βλέψεις του γειτονικού κράτους εις βάρος της χώρας μας προδιαγράφοντας ένα σκοτεινό μέλλον. Η θλιβερή αυτή ιστορία, που βαρύνεται από σωρεία λαθών και ολιγωριών της ελληνικής πλευράς ως και από τη σκιά του άλλοτε αντεθνικού ρόλου του ΚΚΕ ως φορέα των επιδιώξεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη δημιουργία Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με ένταξη σε αυτήν και της ελληνικής, θα είχε πιθανότατα αποτραπεί αν επικρατούσε κατά τη διαπραγμάτευσή της ρεαλισμός. Η προηγηθείσα αδράνεια της ελληνικής πλευράς κατά την πολυετή διαδικασία καλλιέργειας του μακεδονικού μυθεύματος, αποκορύφωμα του οποίου ήταν η ιδιοποίηση ακόμα και της Ιστορίας της αρχαίας ελληνικής Μακεδονίας, επέτρεψε να περάσει άνετα διεθνώς η ταύτιση της ονομασίας της Μακεδονίας με το κρατίδιο αυτό, που δημιούργησε ο Τίτο προκειμένου να προωθήσει τις επεκτατικές βλέψεις εξόδου στο Αιγαίο.
Οταν τελικά βρεθήκαμε προ της ανάγκης να ξεκαθαριστούν οι σχέσεις μας με το νεοπαγές κρατίδιο ήταν πια αργά για να επικαλεστούμε την Ιστορία, καθώς είχαν παγιωθεί διεθνώς οι ονομασίες Μακεδονία και μακεδονικός ως ανήκουσες στους Σκοπιανούς. Μόνο ανάχωμα απέμενε η ανάγκη αναγνώρισης και από ελληνικής πλευράς. Και τότε ακολούθησε νέα σωρεία λαθών.
Η όψιμη απαίτησή μας η ονομασία να μην εμπεριέχει αντίστοιχο επιθετικό προσδιορισμό παρέτεινε επί πολλά χρόνια άγονες συζητήσεις, που κατέληξαν σε νέα ελληνική υποχώρηση για μεικτό όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό. Ενα ακόμα λάθος. Γιατί ο βόρειος συνεπάγεται και το νότιος, που τείνουν να ενοποιηθούν, ενώ αν είχαμε επιμείνει στο Νέα Μακεδονία ως μία μόνο λέξη, Novomakedonija, παρέμενε αλώβητη η παλαιά ελληνική Μακεδονία και αποκλείονταν αλυτρωτισμοί.
Η στήλη αυτή επί χρόνια επέμεινε στην ανάγκη η νέα ονομασία να είναι μονολεκτική (Νεομακεδονία ή Σλαβομακεδονία) για να αποτραπεί η χρηστικά αναπότρεπτη κυριαρχία της σκέτης ονομασίας Μακεδονία. Είναι περίεργο που η ελληνική πλευρά δεν έδειξε να απαιτεί τον μονολεκτικό προσδιορισμό. Και ότι υιοθέτησε επίσης και τον γεωγραφικό προσδιορισμό.
Ετσι φθάσαμε στη συμφωνία των Πρεσπών, όπου τα πλήρη κείμενα αποκαλύπτουν ότι η ελληνική πλευρά αποδέχτηκε μεν την ονομασία Βόρεια Μακεδονία, αλλά περιέργως δεν απαίτησε και η γλώσσα και η εθνικότητα να είναι αντίστοιχα βορειομακεδονικές. Για τη γλώσσα μάλιστα η Ελλάδα όφειλε να απαιτήσει να αναγράφεται ως σλαβομακεδονική, κάτι που αυτονόητα θα υποστήριζε και η αλβανική μειονότητα, η οποία μάλιστα κατοχύρωσε στο νέο σύνταγμα την αλβανική γλώσσα. Αντίθετα, πέρα από τη βυζαντινολογία γύρω από τη μακεδονική εθνικότητα, η μόνη κόκκινη ελληνική γραμμή θα έπρεπε να είναι αυτονόητα η βορειομακεδονική. Αντίθετα εκ των υστέρων ανακαλύψαμε ότι τα επίσημα κείμενα αναφέρονται κατ’ επανάληψιν στον μακεδονικό λαό, διευκολύνοντας αλυτρωτικές βλέψεις.
Η βεβιασμένη και εν κρυπτώ υιοθέτηση από την ελληνική πλευρά της συμφωνίας των Πρεσπών ουδείς γνωρίζει σήμερα ποια συνέχεια θα έχει. Ως μόνο άμεσο επακόλουθο πιθανολογείται η απονομή του βραβείου Νομπέλ Ειρήνης στους Τσίπρα και Ζάεφ, όπως φαίνεται να προτείνεται ευγνωμοσύνης ένεκεν από τους ατλαντικούς συμμάχους μας.