Τα διλήμματα στη δημόσια πολιτική αντιπαράθεση, κυρίως την προεκλογική, είναι και θεμιτά και προωθητικά για τη σκέψη των πολιτών, αρκεί να μην είναι σκοπίμως και ψευδώς τοποθετημένα με μόνο στόχο να τους παραπλανήσουν, να «πετάξουν την μπάλα στην εξέδρα», να κρύψουν την πραγματικότητα.
Εδώ η κυβέρνηση, λίγες εβδομάδες πριν τις κάλπες, έκανε ακριβώς αυτό. Με έναν απλοϊκό, σχεδόν υποτιμητικό για τη μέση νοημοσύνη τρόπο, έθεσε ένα δίλημμα. Είπε «ή μ’ εμάς ή με τους φασίστες μαχαιροβγάλτες». Δηλαδή όποιος από εμάς είχε ένσταση με τον χρόνο κατά τον οποίο κινήθηκε η κυβέρνηση, με το ακριβές περιεχόμενο της τροπολογίας και τους θεσμικούς της χειρισμούς, «βαπτίστηκε» αυτομάτως φασίστας, φιλο-χρυσαυγίτης.
Η κυβέρνηση μας κάλεσε να προσπεράσουμε τη σωρεία λαθών που έχει κάνει στην υπόθεση αυτή προκειμένου το πολιτικό σύστημα να δώσει τελικά μια απάντηση στους εγκληματίες νεοναζί. Από πότε όμως οι πολίτες ή τα κόμματα θα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στο μπλόκο σε μια εγκληματική οργάνωση και στην τήρηση του Συντάγματος; Αυτό λοιπόν είναι ένα ψευδές δίλημμα, οριακά δε προσβλητικό. Στις δημοκρατίες τα πράγματα πρέπει να γίνονται για τους σωστούς λόγους και με τους σωστούς τρόπους.
Η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση δεν νοιάστηκε ούτε για το αν είναι φασίστες ο Κασιδιάρης και οι συνοδοιπόροι του ούτε για το αν είναι μαχαιροβγάλτες. Διότι αυτά και τα δύο τα ήξερε σύμπασα η χώρα και πέρυσι και πρόπερσι. Ομως η απόφαση έχει αφεθεί να σέρνεται σε επίπεδο Δικαιοσύνης εδώ και χρόνια, ο Κασιδιάρης αφέθηκε να στήνει ανενόχλητος το κόμμα του μέσα από τις φυλακές κάνοντας δε αναρτήσεις μέχρι και προχθές, για να έρθουν οι τροπολογίες στην εκπνοή της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου κάνοντας μια απροσδόκητη αβάντα στον νεοναζί. Και μετά φταίμε όλοι εμείς…
Η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση συνέδεσε την υπόθεση Κασιδιάρη με την εκλογική αριθμητική και ο νοών νοείτω… Και στο τέλος της ημέρας, αν κάποιος ενδιαφέρεται να θυμηθεί ποιος έκλεινε το μάτι στους νεοναζί δεν έχει παρά να ανακαλέσει το αλήστου μνήμης βίντεο με τον διάλογο Μπαλτάκου (γραμματέας κυβέρνησης Σαμαρά) – Κασιδιάρη ή τις δηλώσεις γαλάζιων βουλευτών περί «σοβαρής» Χρυσής Αυγής.