Από το 2016, εν όψει της εισαγωγής της έννοιας των οικιστικών πυκνώσεων, τέθηκε το ερώτημα: «Τι θα κάνουμε με τα αυθαίρετα στα δάση;». Αυτό το ερώτημα όμως, εν αναμονή του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου για τις πυκνώσεις, συνειδητοποιώ ότι είναι παραπλανητικό και με βεβαιότητα θα οδηγήσει σε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιχειρεί να επιλύσει. Αλλωστε, έχει ήδη απαντηθεί με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ήδη με το Σύνταγμα του 1975, σύμφωνα με το οποίο: «Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον». Ετσι, σε εκτέλεση των επιταγών του Συντάγματος, εκδόθηκε ο νόμος-πλαίσιο για τα δάση (998/1979) που εξειδικεύει τις προβλεπόμενες επιτρεπτές επεμβάσεις στα δάση και τις νόμιμες μεταβολές του χαρακτήρα τους. Ειδικά στην οικιστική εκμετάλλευση των δασών αφορούν οι διατάξεις των άρθρων 49 και 50 αυτού, για πόλεις-οικιστικές περιοχές και οικοδομικούς συνεταιρισμούς αντιστοίχως. Με τις διατάξεις αυτές, όπως ίσχυαν έως την αντικατάστασή του με τον Ν. 4280/2014, και πάγια ερμηνεύονται από το ΣτΕ, καθορίζεται ότι η οικιστική αξιοποίηση των δασών είναι εν γένει επιτρεπτή μόνο έπειτα από κατ’ εξαίρεση πολεοδόμησή τους και εφόσον επιβάλλεται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό και δεν υπάρχουν άλλες μη δασικές εκτάσεις κατάλληλες να εξυπηρετήσουν τον σκοπό αυτόν, διατηρώντας πάντα τον δασικό χαρακτήρα και τηρώντας όρια κατάτμησης 4 στρεμμάτων, κάλυψης 10% και δόμησης το πολύ 0,50 της κάλυψης.
Σήμερα έχουμε βέβαια μια διαμορφωμένη στο έδαφος κατάσταση που πόρρω απέχει από το παραπάνω θεσμικό πλαίσιο, καθόσον δηλώθηκαν 292.069 στρέμματα οικιστικών πυκνώσεων (115.873 στρέμματα στην Αττική). Ορθώς, λοιπόν, διακυβεύματα του νομοσχεδίου είναι ως προς τις κατά τεκμήριο δασικές αυτές εκτάσεις η «περιβαλλοντική διαχείριση», «η αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος» «η εποπτεία και ο έλεγχος ώστε να διασφαλίζεται η μη περαιτέρω ανέγερση παράνομων κτιρίων». Πλην όμως, θέτοντας πολύ αδρά κριτήρια εξαίρεσης από την υπαγωγή στις διατάξεις του (εθνικοί δρυμοί, υγρότοποι Ramsar, Δίκτυο Natura 2000, αναδασωτέες εκτάσεις κ.ά.), και παραγνωρίζοντας ουσιαστικά τους παραπάνω σκοπούς, παρέχει τη δυνατότητα για οριζόντια εξαίρεση από την κατεδάφιση των αυθαίρετων κατασκευών εντός πυκνώσεων για 40 και 25 χρόνια, ανάλογα με το αν κατασκευάστηκαν πριν ή μετά το Σύνταγμα του 1975 αντιστοίχως, με «κόκκινη γραμμή» τη γνωστή 28η/7/2011. Περαιτέρω, προβλέπει τη διατήρησή τους ύστερα από καταβολή προστίμων – στα οποία μάλιστα εφαρμόζονται και μειωτικές διατάξεις και από στατικό και ηλεκτρομηχανολογικό έλεγχο, εισάγοντας ως περιβαλλοντικό αντιστάθμισμα την έννοια του «δασικού ισοζυγίου». Διαπιστώνεται δηλαδή μια ανάλογη εφαρμογή της λογικής των τελευταίων νόμων των «τακτοποιήσεων» αυθαιρέτων. Είναι όμως, αντιστοίχως, ανάλογες οι περιπτώσεις των αυθαιρέτων σε μη δασικές εκτάσεις με αυτά που βρίσκονται κατά τεκμήριο εντός αυτών; Προφανώς και όχι!
Το νομοσχέδιο εσφαλμένως συνδέει την περιβαλλοντική διαχείριση, την αποκατάσταση του δασικού χαρακτήρα και την αποτροπή ανέγερσης νέων αυθαιρέτων στις πυκνώσεις με την εξαίρεση από την κατεδάφιση των υφισταμένων και όχι με την υλοποίηση ολοκληρωμένου σχεδιασμού εντός αυτών, που θα εξετάζει εξατομικευμένα καθεμία από αυτές, χωρίς να δεσμεύεται από οριζόντιες ρυθμίσεις «τακτοποίησης». Ο σχεδιασμός – μέσω Τοπικών ή Ειδικών Χωρικών Σχεδίων -, κινούμενος εντός των παραπάνω συνταγματικών πλαισίων, πρέπει να προτείνει συγκεκριμένα μέτρα παρέμβασης στις πυκνώσεις που θα προστατεύουν και θα αποκαθιστούν, έστω και μερικώς, το δασικό οικοσύστημα, ενδεχομένως ελέγχοντας – έστω και αναδρομικά – τους εν λόγω «οικισμούς» ως προς την τυχόν εκπλήρωση των συνταγματικών επιταγών νόμιμης μεταβολής τους.
Το νομοσχέδιο δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του και δύο κομβικά, δημόσιου ενδιαφέροντος, επιμέρους διακυβεύματα. Δεν διασφαλίζει την κυριότητα των δημόσιων δασικών εκτάσεων – που βάσει των συνταγματικών επιταγών πρέπει να παραμείνουν κοινόχρηστες – καθόσον ουσιαστικά επιτρέπει την ιδιωτική νομή τους για 25 ή 40 χρόνια, χωρίς όμως να έχει κριθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ο χαρακτήρας τους. Ετσι όμως δεν αποκλείεται να εγερθούν ακόμη και ζητήματα νομικά (δέσμευσης του μελλοντικού νομοθέτη) και σε κάθε περίπτωση κοινωνικά (εύλογες προσδοκίες μονιμότητας) εν όψει της διαμόρφωσης πραγματικής κατάστασης υπέρ του διοικούμενου, ο οποίος θα κατοικεί σε δημόσιες εκτάσεις επί μακρό χρονικό διάστημα.
Περαιτέρω, δεν λαμβάνεται μέριμνα για την προστασία του δασικού οικοσυστήματος και των κατοίκων των αυθαίρετων κατασκευών εντός αυτού. Δεν επαρκεί απλά ο στατικός και ηλεκτρομηχανολογικός έλεγχος των κατασκευών – όπως συμβαίνει στα μη δασικά αυθαίρετα -, αλλά απαιτείται και ο έλεγχος πυρασφάλειας και εν γένει τρωτότητας σε πυρκαγιά τόσο της κατασκευής εντός του δάσους, όσο και του δάσους εξαιτίας της κατασκευής. Αυτή η εκτίμηση όμως μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τα Σχέδια Διαχείρησης Κινδύνων Πυρκαγιάς, που όμως δεν έχουν ακόμα συνταχθεί.
Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, συνεπώς, αποτυγχάνει να πραγματώσει τη βασική αρχή της περιβαλλοντικής προστασίας και αποκατάστασης δασικών περιοχών που πρεσβεύει, καθώς τη συνδέει, και μάλιστα με εξαιρετικά επικίνδυνο και ελλιπή τρόπο, με την εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών και όχι με τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους που τίθεται ζήτημα «τακτοποίησης» αυθαιρέτων σε δάση και υπ’ αυτή την έννοια πρόκειται για μια μείζονα υπέρβαση της βασικής «κόκκινης γραμμής» στη μακρά ιστορία διατάξεων για «τακτοποίηση» αυθαιρέτων, βάσει της οποίας από αυτές πάντα εξαιρούνταν δάση και δασικές εκτάσεις, θέτοντας έτσι εύλογα ερωτηματικά και για ενδεχόμενες μελλοντικές αντίστοιχες «υπερβάσεις» ως προς τις ομοίως διαχρονικές εξαιρέσεις ρεμάτων, αιγιαλών, παραλιών κ.λπ. Οι προβλέψεις του νομοσχεδίου μπορούν να χρησιμεύσουν μόνο ως συνεισφορά στον διάλογο για την, εντός συνταγματικών πλαισίων, εξέταση των πολιτικών διαχείρισης των δασών της χώρας, ώστε πρωτίστως να διαμορφώνονται συνθήκες αειφορικής και ασφαλούς διαχείρισής τους, με τη χάραξη πραγματικής «κόκκινης γραμμής» απέναντι στην αυθαιρεσία. Μιας αναγκαίας «κόκκινης γραμμής» που θα αποτρέπει με τον πλέον σαφή τρόπο οποιεσδήποτε βλέψεις για δημιουργία νέων δασικών αυθαιρέτων, αλλά και επέκταση των «τακτοποιήσεων» σε ρέματα, αιγιαλούς, παραλίες κ.λπ.
Ο κ. Βασίλης Γκοιμίσης είναι αρχιτέκτων – πολεοδόμος, μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων – Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ).