Είναι ενδιαφέρον ότι μετά τις εκλογές στην Τουρκία και στην Ελλάδα ο δημόσιος διάλογος που αφορά το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία, εάν όχι από ενθουσιασμό. Και τούτο διότι και στις δύο χώρες προέκυψαν ισχυρές κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα πολλοί να θεωρούν ότι οι δύο κυρίαρχοι σε Ελλάδα και Τουρκία είναι πλέον σε θέση να δρομολογήσουν κατά το ελάχιστον τη διατήρηση του καλού κλίματος που προέκυψε μετά τους καταστροφικούς σεισμούς και κατά το μέγιστον την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Είναι αληθές ότι ισχυρές ηγεσίες κρατών που βρίσκονται σε αντιπαράθεση μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικότερα ή ακόμα και να επιλύσουν τη μεταξύ τους διαμάχη. Αντίθετα, αδύναμες ηγεσίες διακινδυνεύουν να πληρώσουν μεγάλο τίμημα εάν τολμήσουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση επίλυσης της αντιπαράθεσης με ένα άλλο κράτος. Ο έλληνας πρωθυπουργός δεν είναι δυνατόν να λησμονεί ότι η δρομολογημένη στις αρχές της δεκαετίας του 1990 επίλυση του «μακεδονικού προβλήματος» δεν κατέστη δυνατή λόγω της ανατροπής της αδύναμης κυβέρνησης του πατέρα του από τον τότε φιλόδοξο υπουργό των Εξωτερικών του.
Είναι επίσης προφανές ότι «χρειάζονται δύο για να χορέψουν ταγκό». Συνεπώς η οποιαδήποτε επιλογή της νέας ισχυρής πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας για ομαλότερες σχέσεις με την Τουρκία ή πολύ περισσότερο για την επίλυση της πολύχρονης ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης θα «εξαρτάται» από τις επιλογές που θα κάνει ο τούρκος πρόεδρος προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ των φιλόδοξων στόχων της «Μεγάλης Τουρκίας» (επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας, «Γαλάζια Πατρίδα») και της αποτελεσματικής διαχείρισης μιας εξαιρετικά δύσκολης οικονομικής πραγματικότητας.
Θα ήταν συνεπώς δυνατόν να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τουλάχιστον όσον αφορά τη στάση της ελληνικής πλευράς; Μοιράζομαι – αν και με κάποια επιφύλαξη – την αισιοδοξία εκείνων που θεωρούν ότι μπορεί να υπάρξουν θετικές εξελίξεις. Και τούτο διότι, όσον αφορά την Ελλάδα, η ηγεσία της ισχυρής νέας κυβέρνησης διακατέχεται από «κουλτούρα διαλόγου» καθώς και από «κουλτούρα επίλυσης» της πολύχρονης διαμάχης με την Τουρκία. Ταυτόχρονα τα επιχειρήματα της «εθνικολαϊκιστικής» πλευράς της κυβερνητικής παράταξης που τάσσονταν κατά του διαλόγου έχουν είτε περιθωριοποιηθεί είτε ευτελιστεί από τη συνάφειά τους με τα επιχειρήματα των τριών φαιδρών ακροδεξιών σχηματισμών που εισήλθαν στη Βουλή. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η «κουλτούρα του διαλόγου και της επίλυσης» της ελληνοτουρκικής διαμάχης διακατέχει τις ηγεσίες των δύο μεγαλύτερων κομματικών σχηματισμών που συνθέτουν σήμερα την αξιωματική αντιπολίτευση. Οι συνθήκες είναι πράγματι πρόσφορες για αποφάσεις ενός πολιτικά ισχυρού Πρωθυπουργού, ο οποίος στη βάση ενός καλά επεξεργασμένου «οδικού χάρτη» θα επιχειρήσει το επόμενο θαρραλέο βήμα στις σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία.
Ο κ. Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του προγράμματος εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας στο ΕΛΙΑΜΕΠ.