Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε τις εκλογές του 2019 με τις προσδοκίες στα ύψη.
Είχε προηγηθεί η πενταετής διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα και όσα βασανιστικά τη συνόδευαν.
Οι πολίτες πίστευαν τότε ότι η κυβέρνησή του είχε δεσμεύσει δημοσιονομικά τη χώρα μετά τις ατυχείς επιλογές του πρώτου εξαμήνου του 2105, την αντιμετώπιζαν ως μια διακυβέρνηση φόρων και διαρκούς λιτότητας και είχαν πειστεί ότι το συγκεκριμένο μοντέλο διακυβέρνησης δεν ήταν ικανό να ελευθερώσει γρήγορα τη χώρα από τα πολλά βάρη της μακράς οικονομικής κρίσης.
Η πολύνεκρη πυρκαγιά στο Μάτι επίσης διέβρωσε την όποια αποτελεσματικότητα εκείνης της κυβέρνησης, επιτρέποντας στον κ. Μητσοτάκη να ενισχύσει το ήδη ανεπτυγμένο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και έτσι να κερδίσει κατά κράτος τον αντίπαλό του.
Απευθυνόμενος κυρίως στον αστικό κόσμο προέταξε την αλλαγή υποδείγματος, υποσχόμενος μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, ικανές να επαναφέρουν την οικονομία σε φιλελεύθερη τροχιά και να καταστήσουν τη χώρα επενδύσιμη.
Ο κ. Μητσοτάκης δεσμεύτηκε τότε για ένα φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον, με ανοιχτές αγορές και λιγότερους φόρους, που θα ενίσχυαν τις ιδιωτικές επενδύσεις και θα δημιουργούσαν συνθήκες δημιουργίας νέου πλούτου, ο οποίος με τη σειρά του θα επέτρεπε περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση τον Ιούλιο του 2019 άρχισε να προετοιμάζει τις υπεσχημένες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Πριν καν κλείσει εξάμηνο ωστόσο, η χώρα, όπως και ολόκληρος ο κόσμος, έπεσε στη δίνη της πανδημίας, οι περιορισμοί της οποίας μετέβαλαν δραματικά τις συνθήκες. Το ευτύχημα για τον κ. Μητσοτάκη ήταν ότι η χώρα ελευθερώθηκε από τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις των μνημονίων και απέκτησε δυνατότητες διανομής σχεδόν 60 δισ. ευρώ προς διάφορες κατευθύνσεις.
Σε εκείνες τις ιδιαίτερες συνθήκες έλαμψε το άστρο του Κυριάκου Πιερρακάκη, ο οποίος οργάνωσε και επέτυχε το ψηφιακό άλμα που είχε ανάγκη η χώρα. Το ενδιαφέρον είναι ότι στα χρόνια της πανδημίας οι προσδοκίες που συνόδευαν τον κ. Μητσοτάκη αναγεννήθηκαν και δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ανυψώθηκαν. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε στις διπλές εκλογές του 2023, τις οποίες ο κ. Μητσοτάκης κέρδισε με ποσοστά υψηλότερα του 2019.
Ωστόσο προϊόντος του χρόνου εκείνες οι προσδοκίες που κατέστησαν τον κ. Μητσοτάκη πολιτικά κυρίαρχο άρχισαν να υποχωρούν. Είχε προηγηθεί βεβαίως, τον Φεβρουάριο του 2023, το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, η διαχείριση του οποίου, προφανώς υπό το βάρος του πολιτικού κόστους, απεδείχθη απολύτως προβληματική. Και έτσι δεν επέδρασε μεν στις εκλογές της ίδιας χρονιάς, αλλά διαμόρφωσε, υπό την πίεση κυρίως των συγγενών των 57 θυμάτων, ισχυρή βάση αμφισβήτησης της διακυβέρνησης Μητσοτάκη.
Επιπλέον, στη σχεδόν εξαετή πια νεοδημοκρατική διακυβέρνηση οι επιδόσεις της οικονομικής πολιτικής, παρότι καλύτερες του μέσου ευρωπαϊκού όρου, δεν ήταν συγκλονιστικές και σε κάθε περίπτωση αναντίστοιχες υπερπροσδοκιών που αναπτύχθηκαν. Η φθορά κατεγράφη στις ευρωεκλογές του 2024 και έκτοτε, υπό την αυξανόμενη επίδραση και του δράματος των Τεμπών, συνεχίζει να πιέζει αφόρητα τη νεοδημοκρατική διακυβέρνηση.
Ο μετριοπαθής Κωστής Χατζηδάκης μπορεί να πει κανείς ότι έδρασε προστατευτικά, δεν μετέβαλε δραματικά το μείγμα της οικονομικής πολιτικής και δεν μπόρεσε να αντιστρέψει την πορεία των πραγμάτων. Οι οξυδερκέστεροι των παρατηρητών έχουν διαπιστώσει ότι επί της ουσίας κινήθηκε στα χνάρια των προκατόχων του, κ.κ. Τσακαλώτου και Χουλιαράκη. Και η όποια επίδραση της οικονομικής πολιτικής εκρίθη μονομερής, περιορίστηκε στη ζώνη των ακινήτων και των υπηρεσιών, μην επιτρέποντας την προσδοκώμενη διάχυση του όποιου νέου πλούτου.
Με τον ανασχηματισμό και την τοποθέτηση του κ. Πιερρακάκη στο υπουργείο Οικονομικών ο Πρωθυπουργός ελπίζει να αλλάξει το κλίμα, να ξεφύγει από τον κλοιό της επιταχυνόμενης φθοράς και προφανώς να αναγεννήσει τις προσδοκίες. Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Πιερρακάκης κατανοεί τη μεταβολή των συνθηκών, γνωρίζει πως επιβάλλεται να «κουνήσει» την οικονομία, να αλλάξει τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής, να μεταφέρει δυνάμεις και πόρους στην παραγωγή, και δη στη ζώνη της έρευνας και των νέων τεχνολογιών, και δι’ αυτών να ευνοήσει τις πρωτοβουλίες των νέων.
Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για τον νέο υπουργό Οικονομικών και ίσως η τελευταία ευκαιρία για τον κ. Μητσοτάκη.