Η αύξηση της συχνότητας αλλά και η εντεινόμενη βαναυσότητα των εγκλημάτων κατά της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των γυναικών πολλαπλασιάζουν τις φωνές που διεκδικούν την τυποποίηση ενός διακριτού εγκλήματος «γυναικοκτονίας» στο σώμα του Ποινικού Κώδικα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επικαιρότητα υπογραμμίζει, με έναν αβάστακτα τραγικό τρόπο, τα δραματικά ελλείμματα των θεσμών της έννομης τάξης.
Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι η εισαγωγή μιας αυτοτελούς ποινικής διάταξης περί «γυναικοκτονίας», πέραν της όποιας συμβολικής αξίας, δεν θα είχε ουσιαστικό αποτύπωμα στην ποινική μεταχείριση του δράστη. Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, μετά την τροποποίηση που επέφερε στον Ποινικό Κώδικα του 2019 ο Ν. 4855/2021 καταργώντας τη δυνατότητα επιβολής πρόσκαιρης κάθειρξης, τιμωρείται πλέον αποκλειστικά με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να απειληθεί αυστηρότερο πλαίσιο ποινής για τον δράστη μιας «γυναικοκτονίας». Σύμφωνα με ένα άλλο επιχείρημα, θα είχε σημασία να εισαχθεί αυτοτελές έγκλημα «γυναικοκτονίας», ώστε να αποκλειστεί ρητώς στην οικεία διάταξη η προνομιούχα μορφή τέλεσης «σε βρασμό ψυχικής ορμής», την οποία καθιερώνει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 299 του ΠΚ περί ανθρωποκτονίας.
Μια τέτοια ρύθμιση, εν τούτοις, θα ήταν εξόχως προβληματική, τόσο από την άποψη της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας όσο και από εκείνη της δικαστικής ανεξαρτησίας, καθώς θα απέκλειε εκ των προτέρων, με κριτήριο το φύλο του θύματος, τη δυνατότητα του δικαστηρίου να σταθμίζει τα πραγματικά περιστατικά και να διαγιγνώσκει τις συνθήκες τέλεσης της πράξης. Τα ίδια ακριβώς προβλήματα θα συναντούσαμε εάν προκρίναμε τη λύση του αποκλεισμού της αναγνώρισης των λοιπών ελαφρυντικών περιστάσεων στον δράστη μιας «γυναικοκτονίας», καθώς η δυνατότητα αναγνώρισης «ελαφρυντικών» αναφέρεται, αδιακρίτως, σε όλα τα εγκλήματα που τυποποιούνται στο σύνολο της έννομης τάξης.
Τα παραπάνω, δεν σημαίνουν ότι πρέπει να παραμείνουμε απαθείς παρατηρητές ενός σκοτεινού φαινομένου, το οποίο πληγώνει βαθιά και ανεπανόρθωτα τις ζωές όλων μας. Η εν πολλοίς θεωρητική συζήτηση για τη θέσπιση ή μη ενός αυτοτελούς εγκλήματος «γυναικοκτονίας» θα έπρεπε να έρχεται σε δεύτερη μοίρα μπροστά σε όσα πραγματικά επείγουν: την ανάγκη για ενίσχυση των δομών πρόληψης της έμφυλης βίας, την ανάπτυξη ενός συνεκτικού πλέγματος λειτουργιών πραγματικής προστασίας των γυναικών και την εντατικοποίηση της δράσης των αρχών στην κατεύθυνση της αποτελεσματικής διερεύνησης των καταγγελλόμενων περιστατικών.
Ας επιτραπεί, λοιπόν, μια τελευταία παρατήρηση. Κανένας νόμος, όσο άρτια διατυπωμένος και αν είναι, δεν μπορεί από μόνος του να αντιμετωπίσει την παραβατικότητα ή να εμπεδώσει το αίσθημα της ασφάλειας στους πολίτες. Στον αντίποδα, δεν είναι λίγες οι φορές που η εισαγωγή μιας «επίκαιρης» νομοθετικής διάταξης ή η ευκαιριακή «αυστηροποίηση» του υφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου, δεν χρησιμεύουν, τελικά, παρά μόνο ως επικοινωνιακό «άλλοθι» για τη διαχρονική αποτυχία των κρατικών θεσμών να εγγυηθούν την ουσιαστική τήρηση της νομιμότητας.
Φοβάμαι ότι η συζήτηση για την τυποποίηση ενός αυτοτελούς εγκλήματος «γυναικοκτονίας» κινείται προς την τελευταία εκδοχή…
Ο κύριος Νίκος Δ. Βιτώρος είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, μέλος της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων.