Xίλιες μέρες μετά την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία ήλθε ο αιφνιδιασμός με την απόφαση Μπάιντεν να επιτρέψει τη χρήση από το Κίεβο όχι μόνο αμερικανικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς, αλλά και των εξαιρετικά επικίνδυνων ναρκών κατά προσωπικού, που έχουν απαγορευθεί από 164 χώρες, αλλά όχι από τη Ρωσία, την Κίνα και τις ΗΠΑ. Και το ερώτημα είναι γιατί τώρα.
Και φυσικά δεν αρκεί η επίσημη απάντηση που δόθηκε, ότι αυτό έγινε για να ανακοπεί η προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων στο ανατολικό τμήμα της χώρας, με την πρόσθετη στήριξη τη φορά αυτή 10.000 στρατιωτών από τη Βόρεια Κορέα. Οταν μάλιστα ήταν ήδη γνωστή η απειλή Πούτιν για την πιθανή χρήση πυρηνικών όπλων ως απάντηση, ενώ στη συνέχεια ο ίδιος υπέγραψε ένα αναθεωρημένο πυρηνικό δόγμα που επιτρέπει τη χρήση των εν λόγω όπλων κατά χωρών που δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα, αλλά εξαπολύουν εχθρικές ενέργειες κατά της Ρωσίας με την υποστήριξη πυρηνικών δυνάμεων. Μια ξεκάθαρη δηλαδή απειλή κατά της Ουκρανίας.
Και όλα αυτά δύο μήνες πριν αποχωρήσει από την εξουσία ο Μπάιντεν και αναλάβει ο Τραμπ, ο οποίος με το γνωστό προκλητικό του ύφος έχει δηλώσει ότι μέσα σε 24 ώρες θα σταματήσει τόσο τον πόλεμο στην Ουκρανία όσο και τον πόλεμο στο Ισραήλ, χωρίς φυσικά να εξηγήσει πώς θα το κάνει. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό εν όψει των διαραγματεύσεων που είναι επόμενο να ακολουθήσουν (αν ο Τραμπ επιμείνει στην απόφασή του) ο Μπάιντεν να θέλησε να ενισχύσει στρατιωτικά την Ουκρανία, ώστε να βρεθεί σε μια ισχυρότερη εδαφικά θέση, εν όψει των διαπραγματεύσεων αυτών.
Και δεν είναι περίεργο που ακόμα και οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν, ο καθένας με τον τρόπο του βέβαια, να προχωρήσουν σε στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας, με τη Βρετανία να στέλνει και αυτή βαλλιστικούς πυραύλους. Και έτσι παραμένει το ερώτημα αν ο Πούτιν θα πραγματοποιήσει ή όχι την απειλή για μια πυρηνική ανταπόδοση της επίθεσης που έχει δεχθεί, ή θα προτιμήσει να περιμένει ένα δίμηνο για να διαπραγματευθεί μια λύση με τον περισσότερο φιλικά διακείμενο προς αυτόν Τραμπ, παρότι εκτόξευσε ήδη τους πρώτους αντιβαλλιστικούς πυραύλους του κατά της Ουκρανίας.
Ο,τι και αν συμβεί πάντως, ο Πούτιν φαίνεται να έχει τώρα έναν διπλό στόχο. Πρώτον, να ενισχύσει και αυτός τα εδάφη που έχει ήδη κατακτήσει, εν όψει των πιθανών πλέον διαπραγματεύσεων. Και, δεύτερον, να διευκρινίσει από τώρα ότι στις διαπραγματεύσεις αυτές θα παραμείνει ανένδοτος στη διατήρηση των εδαφών αυτών, καθώς και στην άρνησή του να ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ. Ηδη μάλιστα έχει ξεκινήσει στο παρασκήνιο μια συζήτηση για ενδεχόμενη «φινλανδοποίηση» της Ουκρανίας.
Δηλαδή ενός καθεστώτος ιδιότυπης ουδετερότητας, όπως αυτό είχε καθιερωθεί μεταπολεμικά για τη Φινλανδία, που ως γνωστόν συνορεύει επίσης με τη Ρωσία. Πριν και αυτή ακολουθήσει το παράδειγμα της Σουηδίας, που εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, όπως και οι τρεις βαλτικές χώρες. Ενα ΝΑΤΟ που με την κατάργηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, αντί να καταργηθεί και αυτό (καθώς είχε δημιουργηθεί για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου που είχε πλέον εκλείψει) επεκτάθηκε έως τα ρωσικά σύνορα. Δίνοντας έτσι το δικαίωμα στον Πούτιν να υποστηρίζει ότι η χώρα του απειλείται.