Το καλοκαίρι του 1974 βρισκόμουν στο κέντρο της Αθήνας, έξω από το Ηρώδειο, όταν ένας έλληνας φίλος και συνάδελφος μου είπε ότι οι εξόριστοι αριστεροί θα επέστρεφαν σύντομα από την εξορία τους στις γειτονικές κομμουνιστικές χώρες. Ναι, αυτά συνέβαιναν στο παλαιό ευρωπαϊκό καθεστώς, βαθιά μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο της εποχής του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, σε έναν πολύ διαφορετικό κόσμο από τον σημερινό – από κάποιες απόψεις. Το γεγονός ότι πενήντα χρόνια πριν, στις 23 και 24 Ιουλίου, μια νέα πολιτική εποχή ανέτειλε στην Ελλάδα είχε έναν λαμπερό συμβολισμό για τη μετα-φασιστική Δύση.
Θεωρούσα εξοργιστική τη μοίρα της αγαπημένης μου Ελλάδας κάτω από την άγρια αντι-κομμουνιστική αλλά και ανελεύθερη χούντα των συνταγματαρχών. Μαζί με έλληνες φίλους μου έκανα ό,τι – λίγο – μπορούσα για να βοηθήσω τους αντιστασιακούς, για παράδειγμα να μεταφέρω υλικό από την Αθήνα στη λαίδη Αμαλία Φλέμινγκ στο Λονδίνο. Τρεις δεκαετίες αργότερα, η Μεταπολίτευση εντελώς αναπάντεχα απέκτησε για εμένα προσωπικά ένα διαφορετικό νόημα.
Το 2005 το Ελληνικό Κοινοβούλιο συμφώνησε να χρηματοδοτήσει μια έδρα διακεκριμένου ακαδημαϊκού διεθνούς απήχησης με αντικείμενο τη Θεωρία και την Ιστορία της Δημοκρατίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Επιλέχθηκα για αυτή την έδρα, αρχικά για δύο έτη. Ημουν επισκέπτης καθηγητής, η κύρια εργασία μου ήταν ακόμα καθηγητής της Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Αισθανόμουν μεγάλη υπερηφάνεια και χαρά όταν σκεφτόμουν ότι κατά κάποιον, έστω περιορισμένο, τρόπο ήμουν κομμάτι αυτού του απελευθερωτικού, δημοκρατικού κινήματος, το οποίο δημιουργήθηκε στην αυθεντική γενέτειρα των δυτικών δημοκρατιών, την Αθήνα. Εκτοτε, αφιέρωσα το μεγαλύτερο μέρος της ακαδημαϊκής μου ζωής στη μελέτη της δημοκρατίας, αρχαίας και σύγχρονης.
Ο κύριος Πολ Κάρτλετζ είναι καθηγητής Ελληνικής Ιστορίας στο Κέιμπριτζ, αντιπρόεδρος της Βρετανικής Επιτροπής για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα.