Ενα ερώτημα κυριάρχησε τις πρώτες ημέρες μετά το τρομακτικό δολοφονικό χτύπημα της Χαμάς εναντίον αμάχων στο έδαφος του Ισραήλ: Πώς είναι δυνατόν το σύνολο των υπηρεσιών ασφαλείας ενός κράτους που διαθέτει ό,τι πιο σύγχρονο σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ό,τι πιο εκπαιδευμένο σε μυστικές υπηρεσίες και σε στρατιωτική ασφάλεια να αιφνιδιάστηκε από μια οργάνωση σαν τη Χαμάς.
Το ερώτημα δεν θα απαντηθεί ποτέ στο σύνολό του, αλλά μία του πτυχή, η λιγότερο συνωμοσιολογική, είναι καθαρή και θεμελιώδης: It’s the political scene, stupid, για να παραφράσουμε τον Carville.
Η πολιτική σκηνή του Ισραήλ τα τελευταία τέσσερα χρόνια θυμίζει roller coaster, με αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, κυβερνητικά σχήματα που σχηματίζονται μετά από ατελείωτες μικροκομματικές διαπραγματεύσεις και αποσυντίθενται σε μια νύχτα, πολιτικά πρόσωπα που εμφανίζονται και εξαφανίζονται σαν κομήτες διαψεύδοντας προσδοκίες, και με ένα μόνο πρόσωπο σταθερό, τον Μπίμπι ή Μπέντζαμιν Νετανιάχου.
Ο οποίος είναι πλέον ο πρώτος πολιτικός παγκοσμίως που βρίσκεται σε… δίκη, η οποία διεκόπη διότι έγινε πρωθυπουργός! Για να γίνει – ξανά – πρωθυπουργός, χρειάστηκε για μία ακόμα φορά, πέρα από την αποτυχία της κυβέρνησης Μπένετ – Λαπίντ, να παζαρέψει όλο το υπουργικό του συμβούλιο με τους μικρούς εταίρους του οι οποίοι πολιτικά κινούνται δεξιότερα του δεξιού Λικούντ. Υπερορθόδοξοι, ακροδεξιοί και λοιπές σκληροπυρηνικές δυνάμεις που ελέω απλής αναλογικής συγκυβερνούν.
Τώρα αυτή η κυβέρνηση για προφανείς λόγους αποφάσισε ότι η Δικαιοσύνη, και ειδικά το Ανώτατο Δικαστήριο που είναι ο θεματοφύλακας των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα – που σημειωτέον δεν έχει Σύνταγμα –, πρέπει να αποδυναμωθεί και να μην μπορεί να αναπέμπει ή να απορρίπτει νόμους που ψηφίζει η εκάστοτε πλειοψηφία της Κνεσέτ.
Κάπως έτσι οι μισοί Ισραηλινοί, και πιο συγκεκριμένα η ελίτ της ισραηλινής κοινωνίας, η ανώτερη μορφωτικά, επαγγελματικά, οικονομικά τάξη, καθώς και ένας αξιοσημείωτος αριθμός πρώην κρατικών αξιωματούχων σε θέσεις-κλειδιά, κατέβαιναν από τον Ιανουάριο κάθε Σάββατο στους δρόμους και τις πλατείες και δεν σταμάτησαν ούτε μία εβδομάδα.
Τι έχουμε λοιπόν; Μια τετραετή πολιτική αστάθεια, έναν σταδιακά κλιμακούμενο διχασμό της κοινωνίας, μια σχεδόν μισαλλόδοξη πολιτική ρητορική που επίσης κλιμακώθηκε και φυσικά την εφαρμογή του δόγματος «όσοι δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας» στη δημόσια σφαίρα. Τα σκηνικά που διαδραματίστηκαν ξεπέρασαν κάθε φαντασία, όπως π.χ. ο λόγος που έπεσε η κυβέρνηση Μπένετ – Λαπίντ.
Αποχώρησε η βουλευτής Ιντίτ Σίλμαν διότι ήρθε νομοσχέδιο που προέβλεπε ότι στα νοσοκομεία κατά τον δεκαήμερο εορτασμό του Πέσαχ θα μπορούν οι ασθενείς να καταναλώνουν ΚΑΙ τρόφιμα με μαγιά, όχι μόνο άζυμα όπως επιτάσσει η θρησκεία. Μπορεί λοιπόν αυτή η περιγραφή –μετριοπαθής και όχι υπερβολική – να μην αφορά και τον κρατικό μηχανισμό; Μπορεί να πιστέψει έστω και ένας λογικός άνθρωπος ότι σε αυτά τα τέσσερα χρόνια, σε ένα τόσο απαιτητικό σύστημα εύρυθμης κρατικής λειτουργίας, οι αρμοί της διοίκησης παρέμειναν ανεπηρέαστοι;
Μπορεί να πει ότι δεν έχει χαθεί κάθε ίχνος λογικής σε αυτό το παράλογο σκηνικό όταν το Σάββατο, ημέρα της τρομακτικής επίθεσης, οι δημόσιες συγκοινωνίες και τα τρένα παρέμειναν ακίνητα, αφού για θρησκευτικούς λόγους απαγορεύεται κάθε μηχανική δραστηριότητα, και τους εφέδρους στρατιώτες τούς μετέφεραν… ιδιώτες;
Αντί δηλαδή η κυβέρνηση να αγνοήσει το παράλογο, το σεβάστηκε παρά το μακελειό. Και πώς να μην το σεβαστεί, αφού οι υπερορθόδοξοι εταίροι της θα έφευγαν την ίδια στιγμή; Αλλωστε δυο-τρεις υπουργοί δεν έχουν πάει καν στρατό, καθώς εξαιρούνται για θρησκευτικούς λόγους!
Η κυρία Μαριάνα Πυργιώτη είναι πολιτική αναλύτρια.