Παρότι αναμενόμενα, τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών σοκάρουν, προκαλώντας ανατροπές όπως η διάλυση της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης και η παραίτηση της βελγικής κυβέρνησης. Διακομματικά, το συντηρητικό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα διατήρησε την πρωτοκαθεδρία του. Αξιοσημείωτες απώλειες κατέγραψαν: Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές, Αριστερά και Πράσινοι.
Αυξήθηκαν εντυπωσιακά οι έδρες ακροδεξιών κομμάτων, αναδιατάσσοντας τις δυνάμεις και τη δυναμική στην Ευρωβουλή. Ο κυρίαρχος ευρωσκεπτικισμός στα εκλογικά σώματα ισχυροποιεί τη χρόνια παθογένεια του «ατελέσφορου διακυβερνητισμού», διαιωνίζοντας τη δυσχέρεια λήψης αποφάσεων, έγκαιρα, σε κρισιμότατα προβλήματα. Δοκιμάζεται επομένως σοβαρά η κυβερνησιμότητα στην Ενωση. Ipso facto, υπονομεύονται: πολιτική ενοποίηση, συνοχή και γόνιμες ωσμώσεις. Αντιστρόφως, η έξαρση των εθνικισμών θα οξύνει τους ανταγωνισμούς. Παρόμοιες εξελίξεις ενταφιάζουν ασφαλώς ιδεαλιστικές φεντεραλιστικές προοπτικές.
Η πολιτική λυσιτέλεια πλήττεται αμφίπλευρα και ολικά: τόσο για μεμονωμένα κράτη-μέλη όσο και το υπερκρατικό σύστημα. Παγιδευόμαστε επομένως συνολικά. Η έκβαση αυτή είναι εξόχως δυσοίωνη, διότι οι σύγχρονες προκλήσεις είναι υπερσυνοριακές και τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται με κατατμήσεις, ούτε με εθνικούς στρουθοκαμηλισμούς.
Σοβαροί κίνδυνοι ελλοχεύουν στα ζητήματα: άμυνας και ασφάλειας, κλιματικής κρίσης, διαφθοράς, ψηφιακής ανασφάλειας. Είναι αδύνατον να αντιμετωπιστούν αυτά από μεμονωμένες κυβερνήσεις ή πολυδιασπασμένες αντίρροπες δυνάμεις. Δρομολογούνται συνεπώς κρίσιμες δυσχέρειες στην κυβερνησιμότητα του υπερκρατικού μορφώματος με αρνητικές συνέπειες.
Πώς παγιδεύτηκε όμως η ΕΕ σε τόσο ριψοκίνδυνες ατραπούς και γιατί έχασε το κεφάλαιο αξιοπιστίας της; Παρότι οι λαοί των κρατών-μελών της ΕΕ κηρυχτήκαμε τυπικά «Ευρωπαίοι Πολίτες» το 1993 (κύρωση Συνθήκης Μάαστριχτ), εν τούτοις, το ευρωκοινοτικό οικοδόμημα εξουσίας των Βρυξελλών αρνήθηκε να μας αντιμετωπίσει ως πολίτες της ΕΕ, εμπράκτως.
Στέρησε τα απαραίτητα επικοινωνιακά συστήματα πανευρωπαϊκής απεύθυνσης και συστηματικής ενημέρωσης για τις αποφάσεις και τα κρίσιμα δημόσια τεκταινόμενα. Δεν διασφάλισε, κεντρικά, πλατφόρμες διασυνοριακών ανταλλαγών, διαλόγου και ωσμώσεων μεταξύ ευρωσυμπολιτών.
Το 2005, η επίτροπος Επικοινωνίας Μάργκοτ Βάλστρομ επιχείρησε οργανωμένα και εγκεκριμένα αυτό ακριβώς. Το πρόγραμμά της ωστόσο ακυρώθηκε βεβιασμένα και ανεξήγητα. Το Ευρωπαϊκό Ελλειμμα Πολιτικής Επικοινωνίας κυριάρχησε έκτοτε, συντελώντας στην αποξένωση των ευρωσυμπολιτών. Αυτή είναι και η πεμπτουσία του Δημοκρατικού Ελλείμματος της ΕΕ. Καμία ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν θα έπεφτε ως μάννα εξ ουρανού. Οφειλε να καλλιεργείται διαρκώς πολιτικά με διαφάνεια.
Η απότοκη ενδυνάμωση των εθνικισμών, σήμερα, αμφισβητεί καίρια την ΕΕ, ως συμπολιτεία. Μαρτυρά την έσχατη αποξένωση ευρωσυμπολιτών και λαών σε δύο επίπεδα, πρώτον κάθετα: με τους θεσμούς Πολιτικής Διοίκησης των Βρυξελλών, το σημαντικότερο κέντρο λήψης αποφάσεων που μας καθορίζουν, χωρίς επαρκή λογοδοσία, και δεύτερον, οριζόντια: αποξένωση μεταξύ ευρωσυμπολιτών. Η συνθήκη αυτή συνεπάγεται πως εσωστρέφειες και ενδοανταγωνισμοί θα παγιώνονται, υπονομεύοντας καταλυτικά την «ευρωπαϊκότητα».
Εν κατακλείδι, τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, σε συνδυασμό με τις γενικότερες τάσεις άγνοιας, πολιτικής σύγχυσης, αποχής και αποξένωσης από τα ευρωπαϊκά γίγνεσθαι, θα ενδυναμώνουν μάλλον τους εθνικισμούς, πυροδοτώντας δυσοίωνους φαύλους κύκλους. Οσα χρήματα κι αν πληρώνει τώρα σε διαφημιστικά σποτ η ΕΕ είναι μάταια, εφόσον το ευρωενωσιακό οικοδόμημα δεν συντάχθηκε επαρκώς δημοκρατικά, εξαρχής, ιδίως στη σχέση του με τους ευρωπαίους πολίτες.
Η κυρία Σοφία Καϊτατζή-Γουίτλοκ είναι ομότιμη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Πολιτικής Επικοινωνίας στο ΑΠΘ.