Το Σύνταγμά μας υιοθετεί την αυτοδιοίκηση της Δικαιοσύνης ως την πιο προωθημένη μορφή διασφάλισης της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών: Ολες οι ουσιώδεις μεταβολές της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστών (λ.χ. διορισμός, τοποθέτηση, προαγωγή), καθώς και ο πειθαρχικός τους έλεγχος, διενεργούνται μόνον από όργανα που συγκροτούνται αποκλειστικά από δικαστές.
Ακόμη, παύση δικαστή είναι δυνατή μόνον με δικαστική απόφαση, ενώ και η επιλογή των μελλοντικών δικαστικών λειτουργών γίνεται από όργανο στο οποίο κυριαρχούν οι δικαστές.
Τέλος, τα μεγάλα Πρωτοδικεία και Εφετεία της χώρας, διοικούνται από τριμελή συμβούλια, τα μέλη των οποίων είναι δικαστές που εκλέγονται από τους συναδέλφους τους. Μόνο ουσιώδες σημείο διάσπασης της αυτοδιοίκησης του δικαστικού σώματος αποτελεί η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης (των προεδρείων των ανωτάτων δικαστηρίων, και των Γενικών Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των διοικητικών δικαστηρίων) από το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος.
Η ρύθμιση αυτή έχει καταστεί αντικείμενο οξείας κριτικής, την οποία υιοθέτησε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς θεωρείται η κερκόπορτα μέσω της οποίας η εκάστοτε κυβέρνηση μπορεί να ελέγχει τη Δικαιοσύνη. Ομως, στο δημοκρατικό πολίτευμα, η Δικαιοσύνη, ως μορφή δημόσιας εξουσίας, δεν μπορεί να αποτελεί ένα ερμητικά κλειστό σύστημα, στο οποίο η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν θα έχει απολύτως καμία επιρροή.
Η εντός συγκεκριμένων ορίων διασύνδεση της Δικαιοσύνης με την πολιτική εξουσία δεν υπονοείται μόνον στη συνταγματική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά αποτελεί και απαίτηση της κοινής λογικής: Η διοίκηση της Δικαιοσύνης, στο επιτελικό επίπεδο των προεδρείων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, πρέπει να βρίσκεται σε επαφή με την πολιτική ηγεσία της χώρας, όχι βέβαια για να κατευθύνει τις αποφάσεις των δικαστηρίων προς αρεστή κατεύθυνση, αλλά προκειμένου να αφουγκράζεται τις προσδοκίες της κοινωνίας ως προς τη λειτουργία του δικαιοδοτικού συστήματος.
Πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει λοιπόν με επιφύλαξη την πρόταση για εκλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από τους δικαστές, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τον κίνδυνο επικράτησης συνδικαλιστικών κριτηρίων.
Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, η οποία περιόρισε τη διάρκεια της θητείας των Προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, μειώνοντας την πίεση για επιλογή δικαστών χωρίς ικανή αρχαιότητα, έχουν εισαχθεί περισσότερες δικλίδες ασφαλείας στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας (ν. 4938/2022).
Μεταξύ αυτών των εγγυήσεων αδιάβλητων επιλογών είναι η γνωμοδότηση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, που αποφασίζουν με πλειοψηφία 4/5, και, από τον Αύγουστο 2024, η γνωμοδότηση της Ολομέλειας του οικείου ανώτατου Δικαστηρίου που αποφασίζει με μυστική ψηφοφορία για την προαγωγή στις θέσεις των Προέδρων και των αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, θέση για την οποία γνωμοδοτεί και η Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.
Βρισκόμαστε πλέον στην πραγματικότητα ενώπιον καθεστώτος συναπόφασης μεταξύ των ανώτατων δικαστών και της κυβέρνησης ως προς την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, το οποίο δύσκολα εναρμονίζεται με τη ρύθμιση του άρθρου 90 παρ. 5 Συντ., όπου η επιλογή γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Απαιτείται λοιπόν αναθεώρηση της διάταξης, εάν θέλουμε να μη συγκρούονται οι προβλέψεις του νομοθέτη με το Σύνταγμα.
Ο κύριος Κωνσταντίνος Γώγος είναι καθηγητής Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.