Ολοένα και περισσότεροι εκφράζουν το ερώτημα για το ποιος επωμίζεται το κόστος των φόρων. Η απάντηση μπορεί να φαίνεται προφανής: ο φορολογούμενος, με τους εργαζομένους να πληρώνουν φόρους για τους μισθούς τους, οι εταιρείες για τα κέρδη τους και οι καταναλωτές για τις αγορές τους. Στην πράξη, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, καθώς μερικές φορές τα φορολογικά βάρη μπορούν να μετακυλιστούν σε άλλους.
Για παράδειγμα, οι εταιρείες μπορεί να επιχειρήσουν να μειώσουν τον αντίκτυπο στους μετόχους ενός υψηλότερου εταιρικού φορολογικού συντελεστή μεταθέτοντας το βάρος στους καταναλωτές (αυξάνοντας τις τιμές), στους προμηθευτές (πληρώνοντας λιγότερα για ό,τι αγοράζουν) και ακόμη και στους εργαζομένους (μέσω χαμηλότερων μισθών). Η ικανότητα μιας εταιρείας να μετακυλίει τη φορολογική επιβάρυνση, βέβαια, εξαρτάται από ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου ανταγωνισμού στην αγορά, της διαπραγματευτικής δύναμης των μισθών των εργαζομένων και της κινητικότητας των φορολογικών βάσεων πέρα από τα σύνορα της εκάστοτε χώρας.
Οι μελέτες σχετικά με τη «φορολογική επίπτωση» (το πώς επιμερίζεται η φορολογική επιβάρυνση) παρέχουν πληροφορίες για το ποιος πληρώνει πραγματικά τον φορολογικό λογαριασμό. Τέτοιες μελέτες έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια χάρη στους ερευνητές που έχουν πρόσβαση σε εταιρικά και ατομικά φορολογικά αρχεία. Στην περίπτωση της φορολογίας επιχειρήσεων, τα στοιχεία στις ΗΠΑ δείχνουν ότι το ήμισυ της φορολογικής επιβάρυνσης πέφτει στους καταναλωτές μέσω υψηλότερων τιμών, το 30% μετακυλίεται στους εργαζομένους μέσω χαμηλότερων μισθών και μόλις το 20% βαρύνει τους μετόχους με τη μορφή χαμηλότερων μερισμάτων. Αντίθετα, στη Γερμανία οι εργαζόμενοι δέχονται το ήμισυ της φορολογικής επιβάρυνσης, με τους ανειδίκευτους – που έχουν και τη μικρότερη διαπραγματευτική δύναμη – να πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό.
Οσον αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), μια συγκεκριμένη μελέτη εξετάζει τις εξελίξεις του ΦΠΑ σε διάφορες χώρες της ΕE, επισημαίνοντας πως ο επιμερισμός των βαρών μεταξύ καταναλωτών και εταιρειών ανταποκρίθηκε διαφορετικά στις αυξήσεις του ΦΠΑ παρά στις μειώσεις του ΦΠΑ. Συγκεκριμένα, όταν αυξήθηκαν οι συντελεστές ΦΠΑ, οι εταιρείες πέρασαν το 55% της αύξησης του φόρου στους καταναλωτές με τη μορφή υψηλότερων τιμών. Ωστόσο, όταν μειώθηκε ο ΦΠΑ, μόνο το 13% αυτών των φορολογικών μειώσεων μεταφράστηκε ως χαμηλότερες τιμές.
Στην Ισπανία, όπου εφαρμόστηκε μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ για την προστασία των πιο αδύναμων στρωμάτων, οι ερευνητές έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε φορολογικά δεδομένα και οι μελέτες για τη φορολογική επίπτωση είναι ελάχιστες. Ωστόσο, μια μελέτη πριν από λίγα χρόνια διαπίστωσε ότι η μείωση του ΦΠΑ σε πολιτιστικά αγαθά και υπηρεσίες το 2017 οδήγησε σε μικρή αλλά όχι και εντυπωσιακή πτώση στις τιμές καταναλωτή. Στον αντίποδα, η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ σε επιλεγμένα τρόφιμα που εισήχθη στις αρχές του 2023 και παρατάθηκε πρόσφατα φαίνεται πως μεταφράζεται σε μεγάλο βαθμό σε χαμηλότερες τιμές στα ράφια.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα επόμενα χρόνια η Ισπανία θα πρέπει να αντιμετωπίσει την πρόκληση για στήριξη της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών της και αυτό θα απαιτήσει μια σειρά μέτρων, μεταξύ των οποίων μια συνολική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος. Μόνον έτσι θα καταστεί ξεκάθαρο το ποιος πληρώνει πραγματικά τον φορολογικό λογαριασμό.
Ο κύριος David Lopez-Rodriguez είναι υπεύθυνος της Διεύθυνσης Χρηματοοικονομικής Ανάλυσης στην Τράπεζα της Ισπανίας (Banco De Espana) – Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ισπανίας.