Σε συνέντευξή του, νέος λογοτέχνης εξοµολογoύνταν πως το τελευταίο βιβλίο του το έγραψε όλο µέσα σε ένα πλοίο, ταξιδεύοντας από τον Πειραιά προς κάποιο σχετικά µακρινό ελληνικό νησί. Πόσο δηλαδή µπορεί να του πήρε, δέκα, δεκαπέντε ώρες; Οχι περισσότερο.
Θαύµασα την έµπνευση και την ευκολία του. Εδώ ένα δηµοσιογραφικό κοµµάτι, που δεν έχει τις απαιτήσεις της λογοτεχνίας, το παιδεύεις ενίοτε δύο και τρεις ηµέρες για να το φέρεις σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο, για να µην ντρέπεσαι όταν το δεις τυπωµένο. Πόσο υπέροχο να γράφεις µυθιστόρηµα σε µερικές ώρες! Φαίνεται πως την εποχή της ταχύτητας και ο γραπτός λόγος πετάει, σπάει τα όρια, πάει για νέα ρεκόρ.
Θα πείτε πως ο Αλµπέρ Καµί έγραψε τον «Ξένο» µέσα σε λίγες εβδοµάδες, πως λίγες εβδοµάδες χρειάστηκαν η Μέρι Σέλεϊ για να ολοκληρώσει τον «Φρανκενστάιν» της και ο Ερνεστ Χέµινγκγουεϊ για τον «Γέρο και τη θάλασσα». Αλλο όµως λίγες εβδοµάδες και άλλο λίγες ώρες, άλλο Χέµινγκγουεϊ και άλλο… οι υπόλοιποι. Η βιασύνη και η τσαπατσουλιά µε τις οποίες γίνεται πλέον η δουλειά είναι προφανείς, όπως διαπιστώνεις ξεφυλλίζοντας τις νέες εκδόσεις, βιβλία εµφανώς γραµµένα στο πόδι από ανθρώπους που πιθανώς δεν έχουν τα προσόντα. Ή που βιάζονται πολύ να εκδοθούν.
Βιβλία που δεν είναι προϊόντα του ιερού παιδέµατος του γραφιά, αλλά η εκδήλωση ενός υπερεγώ, µιας υπέρµετρης φιλοδοξίας, µιας παρανοϊκής πεποίθησης σύµφωνα µε την οποία, αφού µπορείς να σκαλίζεις δυο κολλυβογράµµατα, µπορείς να γίνεις και λογοτέχνης, πεζογράφος, ποιητής. Μπορείς; Τόσο πολλοί πλέον οι ποιητές γύρω µας αλλά και τόσα λίγα τα ποιήµατα, οι στίχοι µε αξία και µε ουσία, που τους διαβάζεις και σε συγκινούν, σε συνταράσσουν, σου προκαλούν θαυµασµό για τον δηµιουργό τους. Ποιος κοροϊδεύει ποιον; Ολοι, σχεδόν όλοι µπορούµε να σκαλίσουµε µερικούς στίχους τόσο ασυνάρτητους που να µοιάζουν στα µάτια των πολλών µε ποίηση, όλοι µπορούµε να διηγηθούµε µια ιστορία που µας συνέβη ή που τη φανταστήκαµε, αυτό όµως δεν µας κάνει ούτε ποιητές ούτε λογοτέχνες.
Οσο και αν συνεχίσουµε να εκδιδόµαστε, είτε µε δικά µας χρήµατα (βλ. αυτοέκδοση) είτε µε την αρωγή των εκδοτικών οίκων που αντιµετωπίζουν τη λογοτεχνία ως βιοµηχανική παραγωγή. Οσο και αν µπορούµε χάρη και στις ευκολίες της τεχνολογίας (ήρθε και η τεχνητή νοηµοσύνη για να µας βοηθήσει) να ξεπετάµε ένα µυθιστόρηµα κάθε εβδοµάδα και να φιγουράρουµε µετά στις προθήκες µε τα ευπώλητα. Για τις µεταφράσεις των ξένων λογοτεχνικών έργων, οι οποίες γίνονται όλο και πιο συχνά στο πόδι και είναι γεµάτες ανατριχιαστικά λάθη, τι να πούµε; Αλλη πονεµένη ιστορία αυτές.
Προσωπικά, όσο περνά ο καιρός τόσο πιο δύσκολα βρίσκω κάτι πραγµατικά καλό για να διαβάσω. Και νοσταλγώ τα νιάτα µου, όταν ανακάλυπτα τη λογοτεχνία και την ποίηση διαβάζοντας, το ένα µετά το άλλο, βιβλία σπουδαία. Κρίµα που οι γενιές που έρχονται δεν θα ξεφυλλίσουν µάλλον ποτέ αυτά τα βιβλία. Γιατί, ακόµα και αν οι νέοι γράφουν και εκδίδουν τα γραπτά τους, σύµφωνα και µε τις πιο πρόσφατες έρευνες δεν διαβάζουν! Πιθανώς αν διάβαζαν και καταλάβαιναν δεν θα τολµούσαν να κυκλοφορούν ως συγγραφείς.