Ποια κοινωνία θέλουμε;

Η άνοδος της δημοκρατίας της γνώμης - με τα ψηφιακά κοινά των social media - χάρισε καινούργια εργαλεία στην παγκόσμια Ακροδεξιά

Ποια κοινωνία θέλουμε;

Η πολυπλοκότητα των πραγμάτων γεννά διάφορα συναισθήματα: ανησυχία, προσωπική ανασφάλεια, θυμό και απογοήτευση. Οταν ένα οικοδόμημα καταρρέει ή κλονίζεται σοβαρά, οι άνθρωποι αναζητούν απάντηση. Ψάχνουν εξηγήσεις για το τι συμβαίνει γύρω τους, αν και ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού δεν θέλει να μαυρίζει την ψυχή του με την επικρατούσα «τρέλα». Στην περίμετρο πάντως όσων επιμένουν για απαντήσεις (γιατί είπαμε: οι υπόλοιποι κοιτάζουν κυρίως τη ρουτίνα τους), δύο στάσεις φαίνεται να αντιμάχονται μεταξύ τους.

Η πρώτη είναι κλασική εναποθέτοντας τη λύση των προβλημάτων στις «αρμόδιες αρχές του κράτους», στους κατά τον νόμο υπευθύνους, στους ειδικούς. Είναι στάση που διαθέτει ερείσματα σε όσους και όσες αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία ως μια μορφή νόμιμης διακυβέρνησης με περιοδική επικύρωση των ηγετών και αντιπροσώπων.

Η άλλη στάση δεν θέλει πια να περιμένει μόνο τις αρμόδιες αρχές και τις αποφάνσεις τους. Ψάχνει τους λόγους των διάφορων δεινών, άλλοτε με απλές εξηγήσεις και άλλοτε με πιο σύνθετους συλλογισμούς. Θεωρεί ότι η δημοκρατία είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα όπως αντιλαμβανόταν το έθνος ο Ερνέστ Ρενάν. Ο κόσμος όμως που κινητοποιείται αναζητώντας απαντήσεις δεν αποτελεί ένα ομοιογενές πλήθος. Σήμερα, μάλιστα, αυτό το πλήθος είναι πιο πλουραλιστικό από ποτέ, διασχίζεται δηλαδή από αντιφατικές ιδέες και αξίες.

Αν «ενοποιείται» σε μια πιο δυναμική, συναισθηματικά παλλόμενη ιδέα για τη δημοκρατία και την πολιτική, μπορεί να χωρίζεται στο εσωτερικό του από άλλους παράγοντες: ένα μέρος αμφισβητεί τα φιλελεύθερα κατεστημένα ως διεφθαρμένα, άλλο μέρος επιδιώκει μια πιο δίκαιη κοινωνία, άλλοι προσδοκούν μεγαλύτερη ασφάλεια στις ζωές τους που έχουν υποστεί κάμποσες ανατροπές και ματαιώσεις.

Η συγκυρία θέτει ένα ανελέητο δίλημμα σε πολλές από τις κοινωνίες που ονομάζουμε φιλελεύθερες και καπιταλιστικές: θέλουμε συστήματα όπου οι εκλεγμένες ηγεσίες θα έχουν το ελεύθερο να κυβερνούν σχετικώς ανενόχλητες από την πίεση του λαού; Πρέπει να έχει τον πρώτο και βασικό λόγο ο επίσημος λόγος των Αρχών για τα πράγματα ή να συμμετέχουν ουσιαστικά και οι φωνές (πολλαπλές φυσικά) των πολιτών;

Το ερώτημα δεν έχει εύκολη απάντηση γιατί η άνοδος της δημοκρατίας της γνώμης – με τα ψηφιακά κοινά των social media – γέννησε απίστευτες στρεβλώσεις, διευκόλυνε χειριστικούς γκουρού και αγοραίους «ινφλουένσερ», χάρισε καινούργια εργαλεία στην παγκόσμια Ακροδεξιά και στις εκστρατείες της.

Γι’ αυτό έχουν πολύ μεγάλη σημασία το πλαίσιο και η μορφή της μη θεσμικής πολιτικής και κινητοποίησης. Δεν είναι αυτή καθαυτήν η σωτηρία για την κόπωση και τις παραμορφώσεις των πολιτικών μας συστημάτων. Μόνο όμως μέσα από μεγάλα λαϊκά γεγονότα μπορεί να ανασυρθούν ηθικοί πόροι και να φανερωθούν οι ανθρώπινες ποιότητες της δημοκρατίας.

Συζητούμε τώρα διαρκώς για τον Τραμπ και το περιβάλλον του ή τις πρακτικές του στο κέντρο της διεθνούς πολιτικής και γύρω από τη σχέση με την Ευρώπη. Μιλάμε δυστυχώς πολύ λιγότερο για τις αντιστάσεις που έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται και κυρίως για μια νέα πολιτειακή συνείδηση που φαίνεται να διαμορφώνεται ακόμα και μέσα σε τμήματα των ελίτ. Παράδειγμα, οι διαδηλώσεις κατά των μαζικών απολύσεων από δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες στο όνομα της κατά Ιλον Μασκ «αποτελεσματικής διοίκησης».

Αυτή η νέα συνείδηση φέρνει στο προσκήνιο την αμφισβήτηση της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας ως εγγενώς αντιδημοκρατικού παράγοντα. Πριν από λίγα χρόνια, τον Ιανουάριο του 2021, επίκεντρο των έντονων συζητήσεων για τη νέα Ακροδεξιά ήταν οι συμμαχίες της με έναν ορισμένο λαό και μαζικές οργανώσεις εξτρεμιστών τύπου Proud Boys. Τώρα, έτσι όπως επεμβαίνει στη διεθνή σκηνή το σύστημα Τραμπ, υποχρεώνει και κάποιους αδιάβροχους φιλελεύθερους ελιτιστές να δουν την ανάγκη μιας πιο κινηματικής, δημοκρατικής απόκρισης.

Δημοκρατική απόκριση δεν είναι αυτή που περιμένει μόνο τις αποφάσεις των δικαστηρίων ή τον εκλογικό κύκλο. Αναπτύσσει ποικίλες μορφές δράσης για όλο το φάσμα των σχέσεων εξουσίας και όσων εμφανίζονται ως αδικίες. Δεν ενδιαφέρεται μόνο ή κυρίως για τη γεωπολιτική των κρατών, αλλά και για την επιβίωση των φτωχότερων, την αντιμετώπιση όλων των μορφών ένδειας και υποτίμησης. Για τους περισσότερους σχολιαστές, η αιχμή της επικαιρότητας αφορά το θέμα των εμπορικών ανταγωνισμών, των δασμών και την εξέλιξη στο Ουκρανικό.

Πίσω όμως από τις διακρατικές και διατλαντικές έριδες πρέπει να αναρωτηθούμε ξανά για την ιδέα της κοινωνίας που θέλουμε. Δεν αρκεί η οχύρωση του πολιτεύματος κατά νέων τυραννικών επεμβάσεων αν δεν συνοδεύεται από μια αντιπλουτοκρατική συμφωνία για την τιθάσευση τόσο της ισχύος των ιδιωτών ολιγαρχών όσο και των αυταρχικών κρατικών εκτροπών. Ενα μίνιμουμ πρόγραμμα κατά της Ακροδεξιάς είναι αδύνατο να υπάρξει μόνο ως δικαστικός και νομικός ακτιβισμός, ούτε, πολύ περισσότερο, με την πανικόβλητη προσαρμογή των Ευρωπαίων στις απαιτήσεις του τραμπικού Imperium.

Το να εσωτερικεύει, ας πούμε, κανείς την απαίτηση για απελευθέρωση από τις κανονιστικές ρυθμίσεις (στην οικονομία της καινοτομίας) ή τα συνθήματα για αυστηρότερους αντιμεταναστευτικούς νόμους είναι ένας τρόπος να εξασφαλιστεί ηγεμονία στις ιδέες του ολέθριου ρεύματος, ακόμα κι αν εκπέσουν οι φιγούρες που το ενσαρκώνουν τώρα.

Ο άλλος δρόμος περνάει μέσα από έναν συντονισμό των κοινωνικών συναισθημάτων γύρω από έναν ορίζοντα: την κοινωνική και οικολογική αναδιαμόρφωση των κοινωνιών μας. Και αυτή με τη σειρά της η ιδέα χρειάζεται ριζοσπαστικές, out of the box, επινοητικές λύσεις. Δεν μπορεί να ταυτίζεται με την «αποκατάσταση» μιας τραυματισμένης «κανονικότητας», με την επιβεβαίωση δηλαδή της συμβατικής πολιτικής τάξης και των προνομίων της.

Η περίσταση έχει τον χαρακτήρα ενός τραγικού ούτε-ούτε: δεν μπορούμε να είμαστε όπως πριν και συγχρόνως αρνούμαστε να μας παρασύρει το ρεύμα του άγριου εθνικισμού, της αποχαλινωμένης πλουτοκρατίας και των ωμών συμφερόντων. Ούτε φιλελεύθερος ελιτισμός ούτε ακροδεξιός και πλουτοκρατικός λαϊκισμός.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.