Ανάμεσα στα μοτίβα των ημερών, τους απολογισμούς, προσωπικές και συλλογικές αποτιμήσεις, είναι και εκείνο που λέει τι γράμμα θα έγραφες σήμερα στον νεαρό εαυτό σου. Αν σου δινόταν η δυνατότητα τι θα του έλεγες. Προσωπικά θα του έγραφα μόνο μία φράση: «Εχω φτάσει στο 2024». Τι άλλο θα μπορούσα να του πω; Από τι να προσπαθήσω να τον γλιτώσω, για ποιο πράγμα να τον προετοιμάσω; Ετσι κι αλλιώς για τα πραγματικά κακά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα και τα υπόλοιπα είναι σκέτες εμπειρίες. Είναι «δυστυχίες» του μέσου όρου, λίγο-πολύ διαχειρίσιμες. Τα εκτός μέσου όρου δεν τα αποφεύγεις όσα γράμματα και να σε προειδοποιήσουν.
Μπορώ να πω πώς φανταζόμουν τότε ότι θα έφτανα στο 2024, αυτό είναι πιο εύκολο. Δίχως τρελές αισιοδοξίες για τεχνολογικές επαναστάσεις, αδιάφορος για αυτοκίνητα που θα πετάνε, ή ακόμη και αν θα καταφέρναμε κάποτε το όνειρο του διακτινισμού ή τη μακροζωία πέρα από κάθε προσδοκία.
Αγαπάω την επιστήμη αλλά δεν μου λέει τίποτα αν δεν κάνει τον άνθρωπο πιο άνθρωπο, δεν μπορώ να το γράψω καλύτερα. Στα είκοσί μου είχα ακριβώς την ίδια περιέργεια για το μέλλον που έχω και σήμερα για εκείνα που δεν θα προλάβω να ζήσω. Για τα ίδια ακριβώς πράγματα. Πώς θα είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, πώς θα εκφράζονται τα συναισθήματα, τι θα έχουμε καταλάβει από το σπαταλημένο δώρο της ελευθερίας, πόσο ήσυχα θα κυλάμε στα ποτάμια του χρόνου δίχως να πρέπει κάθε λίγο και λιγάκι να τα καθαρίζουμε από τα αίματα των φανατισμών και την κτηνώδη βία για επιβολή. Θα ζούμε ακόμη σε οικογένειες; Θα λέμε την αλήθεια για τις ηδονές μας; Θα νικήσει η ιατρική τον ανείπωτο πόνο που παραμορφώνει σώματα, που καίει ψυχές;
Αν νοσταλγώ κάτι από τα χρόνια της νεότητας δεν είναι εκείνη η εφηβική βεβαιότητα πως τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά αλλά ότι τίποτα δεν μπορεί να μην πάει κάποια στιγμή και καλύτερα. Αυτή η προοπτική, αυτό το ενδεχόμενο, είναι που μοιάζει σήμερα με σφραγισμένη πόρτα. Σαν να έχουν αποκλειστεί όλες οι εναλλακτικές κινήσεις και πάμε ολοταχώς για ρουά ματ. Ούτε σε τρελή ζαριά δεν ελπίζουν οι περισσότεροι. Οι μοναδικοί που μοιάζει να έχουν ένα κάποιο όραμα είναι εκείνοι που ονειρεύονται να πάμε στον μεσαίωνα. Το όνειρο στα χέρια των μονολιθικών ιδεοληψιών, η μπάλα έχει περάσει στο γήπεδο της παράνοιας.
Οι αντοχές και η πίστη σε κάτι ομορφότερο είναι πια υπόγειο ρεύμα, προσπαθούμε να κρατήσουμε ζωντανές φλέβες κάτω από το δέρμα της κοινωνίας, να κρατηθούμε σαν εκτός νόμου άνθρωποι, με συνωμοσίες που στηρίζονται σε κοινούς αξιακούς και αισθητικούς κώδικες αλλά και σε αναμνήσεις από εποχές που αισθανόμασταν πως όλα μπορούν να συμβούν, να αλλάξουν.
Και επειδή είμαστε πολύ κοντά στο να ξεστομίσουμε ένα οριστικό «δεν με νοιάζει πια», πρέπει να μην το πούμε. Γιατί δεν είμαστε μόνοι μας. Κάποιοι περιμένουν από εμάς.