Μια έρευνα της Eurostat για τη φτώχεια στην Ευρώπη και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα ήλθε να ταράξει τα νερά στην εγχώρια πολιτική σκηνή τις προηγούμενες μέρες. Στην έρευνα οι πολίτες καλούνταν να περιγράψουν το αίσθημά τους, την εντύπωσή τους, τη δυνατότητά τους να τα βγάζουν πέρα δύσκολα ή πολύ δύσκολα, αν δηλαδή αυτοπροσδιορίζονται ως φτωχοί η όχι.

Το αποτέλεσμα ήταν αποκαρδιωτικό, ειδικά για τη χώρα μας. Οι Ελληνες σε ποσοστό 67% δήλωσαν, χωρίς δεύτερη σκέψη, φτωχοί. Και έτσι η χώρα μας έφθασε να φιγουράρει στην πρώτη θέση στον πανευρωπαϊκό πίνακα της ονομαζόμενης από τους οικονομολόγους «υποκειμενικής» φτώχειας, με δεύτερη, αλλά σε απόσταση μεγάλη, τη Βουλγαρία, όπου «μόλις» το 33,2% των ερωτηθέντων δήλωσε φτωχό και ανήμπορο να αντεπεξέλθει στον κυκεώνα των μηνιαίων εξόδων. Στην περίπτωση δε των πολιτών με χαμηλή μόρφωση, το ποσοστό αυτό εκτινασσόταν στο 81,8% στην Ελλάδα! Ακολουθούσαν η Βουλγαρία με 60,5% και η Σλοβακία με 58,4%.

Η γνωστοποίηση της έρευνας θορύβησε τον κυβερνητικό προπαγανδιστικό μηχανισμό, καθώς το αποτέλεσμά της αμφισβητούσε όλη την επιχειρηματολογία περί ανθηράς και σταθεροποιημένης οικονομίας, τα αγαθά της οποίας οφείλουν άπαντες να προστατεύσουν, μην και διασαλευτούν η τάξη και η ασφάλεια στον τόπο.

Το σοκ ήταν μεγάλο για το Μέγαρο Μαξίμου. Σε σημείο που επιστρατεύθηκε ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων κ. Μιχάλης Αργυρού προκειμένου να εξηγήσει στον λαό τη διαφορά μεταξύ «υποκειμενικής» και πραγματικής φτώχειας. Είπε λοιπόν εκείνος ότι τα ποσοστά μεταξύ «υποκειμενικής» και «πραγματικής» φτώχειας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες σχεδόν συμπίπτουν ή απέχουν λογικά μεταξύ τους. Στην περίπτωσή μας υπαινίχθηκε ότι οι πολίτες σχεδόν υποκρίνονται, ότι υπερβάλλουν και πως τα αισθήματά τους παραμένουν απαισιόδοξα εξαιτίας της προηγούμενης μακράς οικονομικής κρίσης και της μνήμης που τους συνοδεύει από εκείνη την περίοδο.

Και για να πιστοποιήσει μάλιστα την ακρίβεια των λόγων του έσπευσε να εξηγήσει ότι σε άλλη έρευνα της Eurostat οι πραγματικά φτωχοί, όσοι δηλαδή κατά τον ευρωπαϊκό κανόνα έχουν εισόδημα μικρότερο του 60% του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος, μόλις ξεπερνούν το 19%, ποσοστό που κατ’ αυτόν βαίνει μειούμενο τα τελευταία χρόνια.

Ωστόσο οι παραπάνω εξηγήσεις δεν αρκούν να πείσουν εκείνους που ξεμένουν από χρήματα στα μισά ή στις 25 κάθε μήνα. Και αυτοί, χωρίς αμφιβολία, είναι πολλοί στην Ελλάδα και σίγουρα πολύ περισσότεροι από το 19% της πραγματικής, κατά την κυβέρνηση, φτώχειας, όπως προκύπτει από πλήθος άλλων ερευνών οι οποίες πιστοποιούν τόσο το συσσωρευμένο βάρος της ακρίβειας, των ενοικίων, όσο και των δαπανών εκπαίδευσης και υγείας που υποτίθεται ότι παρέχονται δωρεάν, αλλά άπαντες γνωρίζουν ότι βαραίνουν σημαντικά τα περισσότερα των νοικοκυριών.

Για να μη μιλήσουμε για το βάρος των φόρων, άμεσων και έμμεσων, που παραμένει υψηλό επί πολλά χρόνια και αφαιρεί δυνατότητες από την πλειονότητα των μισθωτών, ιδιαιτέρως των υποαμειβόμενων νέων, οι οποίοι αισθάνονται τα νιάτα τους να φεύγουν σε περιβάλλον χαμηλών εισοδηματικών προσδοκιών και περιορισμένων ευκαιριών. Αυτό το αίσθημα δεν είναι υποκειμενικό, αλλά πραγματικό, και δεν αμβλύνεται με την επίκληση αυθαίρετων ορισμών για τη φτώχεια και τα μέτρα της. Πολλοί πια είναι εκείνοι που νιώθουν ότι έχουμε γυρίσει στα παλιά, στα μίζερα χρόνια που χωρίς μπάρμπα στην Κορώνη δεν πήγαινες πουθενά.

Κοινώς, η κυβέρνηση που από το 2019 υποσχέθηκε ίσες ευκαιρίες, ταχεία ανάκαμψη και αξιοπρεπώς αμειβόμενες θέσεις εργασίας, έπειτα από έξι χρόνια αδιατάρακτης, χωρίς αντιπολίτευση, διακυβέρνησης βουλιάζει στην ανυποληψία των επαγγελιών της, δεν πείθει, δεν συνεγείρει, ούτε κινητοποιεί τους πολίτες και την κοινωνία.

Και δεν είναι μόνο τα εκατομμύρια των πληττόμενων μισθωτών και συνταξιούχων που με αυξήσεις της τάξης του 5% και του 2,5% καλούνται να ξεπεράσουν τα ατέλειωτα έξοδα και τις υπέρογκες προσωπικές και οικογενειακές δαπάνες. Πλέον είναι και οι άλλοι, οι δυνάμει σύμμαχοι της επιχειρηματικότητας και του ελευθεροεπαγγελματισμού που αρχίζουν να στέκουν απέναντι, επειδή απλούστατα το υποτιθέμενο μεγάλο σχέδιο της ταχείας ανάκαμψης δεν βγαίνει, παρά τα βάρη περισσεύουν.

Το δημοφιλές πριν από λίγα χρόνια αφήγημα των αλμάτων και των μεγάλων βημάτων, της ανάπτυξης και των επενδύσεων, κόλλησε, όπως οι περισσότεροι αποφαίνονται, στη λάσπη των μηχανισμών και των κολλητών, στα γρανάζια ενός σχήματος που φροντίζει μόνο φίλους και υποτακτικούς και εμποδίζει ή αποκαρδιώνει τους υπόλοιπους που επιχειρούν με αυτονομία και αξιοπρέπεια.

Είναι αυτή μια απολύτως προβληματική συνθήκη που βυθίζει και δεν εξυψώνει, επειδή απλούστατα πνίγεται στις πολλές αντιφάσεις της και χάνεται στις ανασφάλειες δικαίου που η ίδια δημιουργεί για να βγει από τα συχνά αδιέξοδα των επιμέρους κρίσεων που κάθε τόσο δημιουργεί.

Ηδη περισσεύει η μουρμούρα στη φιλική μέχρι πρότινος προς τη νεοδημοκρατική διακυβέρνηση επιχειρηματική κοινότητα. Οι άλλοτε υποστηρικτές του κ. Μητσοτάκη πλέον στέκονται απέναντι επειδή θεωρούν ότι παραβιάζει τους κανόνες, αλλοιώνει τους όρους του οικονομικού παιγνιδιού, υποβαθμίζει πολυετή επενδυτικά σχέδια και υπονομεύει δεσμεύσεις έναντι ισχυρών και κρίσιμων για την ανάπτυξη της χώρας διεθνών επενδυτών.

Η διελκυστίνδα που έχει αναπτυχθεί με διεθνοποιημένους ελληνικούς επιχειρηματικούς ομίλους είναι δηλωτική των προβλημάτων που τα αδιέξοδα της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής προκαλούν. Ηδη οι συνεχώς επιβαλλόμενες έκτακτες φορολογίες στις ενεργειακές εταιρείες προς άμβλυνση των αυξανόμενων κατά καιρούς τιμών του ρεύματος προκαλούν εκνευρισμό και μεταφέρουν δυσπιστία στους θεσμικούς επενδυτές, οι οποίοι έχουν τοποθετήσει σημαντικά κεφάλαια σε δυναμικά αναπτυσσόμενα εγχώρια επιχειρηματικά σχήματα.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δέχεται συνεχείς οχλήσεις από ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους ακριβώς επειδή θεωρούν ότι με τις συνεχείς παρεμβάσεις στη λειτουργία των αγορών κλονίζεται η θέση τους και υπονομεύεται η διεθνής αξιοπιστία τους. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, οι υπεύθυνοι των διεθνοποιημένων ελληνικών ομίλων δέχονται διαρκώς ερωτήματα από θεσμικούς επενδυτές για τους κινδύνους που πιθανώς να αντιμετωπίσουν οι τοποθετήσεις τους σε ελληνικές αξίες.

Οσο περνά ο καιρός πληθαίνουν τα ερωτήματα για τη λεγόμενη ανασφάλεια του δικαίου στην Ελλάδα, για αυτές τις συνεχείς παρεμβάσεις και αλλαγές στη νομοθεσία που, πέραν των άλλων, εγείρουν θέματα εμπιστοσύνης για την ελληνική οικονομία. Και εκεί μπλέκουν τα πάντα, από το δυστύχημα των Τεμπών μέχρι τις απολύτως διαβρωτικές της ατμόσφαιρας δικαίου υποκλοπές. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι θέμα χρόνου να αντιμετωπίσει ο ίδιος ο Πρωθυπουργός τέτοιου τύπου δύσκολα ερωτήματα σε κάποια από τις διεθνείς συναντήσεις επενδυτών όπου του αρέσει να παρευρίσκεται και να συμμετέχει.