Οταν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη δεινή ήττα των Ελλήνων επεβλήθη ο αφελληνισμός της Μικράς Ασίας και η ανταλλαγή των εκεί Ελλήνων της Τουρκίας με τους Τούρκους της Ελλάδας προβλέφθηκε στην περίφημη πια Συνθήκη της Λωζάννης η διατήρηση των μουσουλμάνων στην ελληνική Θράκη και της ελληνικής ομογένειας σε Κωνσταντινούπολη, Ιμβρο και Τένεδο. Η Συνθήκη αναφέρεται σε μουσουλμανική μειονότητα επειδή μουσουλμάνοι εκτός των τουρκογενών είναι και οι Πομάκοι, μουσουλμάνοι με βουλγαρική προέλευση, και μία μειονότητα γύφτων.
Η εμμονή μας στον όρο μουσουλμανική μειονότητα για να αποκλείσουμε τον χαρακτηρισμό της σε τουρκική αντί του διαχωρισμού τουρκογενών από τους λοιπούς μουσουλμάνους έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να θεωρεί Τούρκους το σύνολο των μουσουλμάνων της Θράκης. Και αυτήν δυστυχώς την πλάνη υπέθαλψαν με σειρά λαθών οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά τη μεταπολίτευση.
Από τον φόβο της κομμουνιστικής διείσδυσης με όργανο τους μουσουλμάνους Πομάκους της Θράκης οι ελληνικές κυβερνήσεις εφήρμοσαν πολιτικές απορρόφησης των Πομάκων από την τουρκική μειονότητα. Οι τουρκικές κυβερνήσεις με κάθε είδους οικονομικές και άλλες παροχές επεδίωξαν και επιδιώκουν να συγχωνεύσουν την πομακική μειονότητα στην τουρκική, πράγμα στο οποίο συμβάλλει και η απερίσκεπτη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων.
Αρκεί να αναφερθεί ότι οι Πομάκοι υποχρεούνται να διδάσκονται την τουρκική γλώσσα ενώ δεν αναγνωριζόταν επί χρόνια η ύπαρξη πομακικής γλώσσας. Την απαράδεκτη αυτή κατάσταση προσπάθησε να πολεμήσει μεταπολιτευτικά το Γ’ Σώμα Στρατού, που εδρεύει στην Αλεξανδρούπολη, ο ένθερμος πατριώτης κ. Εμφιετζόγλου με τη συνεργασία του αείμνηστου σπουδαίου λογοτέχνη Αντώνη Σαμαράκη και του «Οικονομικού Ταχυδρόμου».
Προωθήσαμε τότε την εκπόνηση γραμματικής και συντακτικού, που εστερείτο η πομακική ως προφορική μόνο γλώσσα, εκπαιδεύτηκαν πομάκοι δάσκαλοι για να τη διδάσκουν και επιδιώχθηκε ο διαχωρισμός των πομάκων μουσουλμάνων από την τουρκική ομογένεια. Ομως η εμμονή των ελληνικών κυβερνήσεων στον όρο μουσουλμανική μειονότητα αποκλείει την αναγνώρισή της ως τουρκικής, επιτρέπει όμως αντίθετα στους Τούρκους να εντάσσουν στο τμήμα των μουσουλμάνων τούρκων ομογενών και την πομακική μουσουλμανική ομογένεια καθώς και τους γύφτους.
Οπως αναφέρει σε ένα σχετικό αποκαλυπτικό άρθρο του ο καθηγητής Γιώργος Μαυρογορδάτος («Καθημερινή», 18/9), «Το 1928-1930 στον βωμό της ελληνοτουρκικής συμφιλίωσης που επιχείρησε ο Βενιζέλος αναβάθμισε το μέχρι τότε προξενικό γραφείο Κομοτηνής σε κανονικό τουρκικό προξενείο.
Εκ μέρους της Ελλάδας δεν μπορούσε να υπάρξει επισημότερη παραδοχή ότι η Τουρκία δικαιούται να ενδιαφέρεται για ομοεθνείς της – και όχι βέβαια για ομοθρήσκους… Το 1954, έπειτα από διάβημα του τούρκου πρεσβευτή δόθηκε διαταγή από τον τότε πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο να γίνεται στο εξής επίσημη χρήση των όρων Τούρκος και τουρκικό αντί των όρων μουσουλμάνος και μουσουλμανικός, τα δε σχολεία από μουσουλμανικά μετονομάστηκαν υποχρεωτικά σε τουρκικά.
Δεν μπορεί δηλαδή να αρνείται το ελληνικό κράτος ότι είναι Τούρκοι αυτοί που το ίδιο ονόμασε επίσημα και υποχρεωτικά Τούρκους νωρίτερα. Επιμένοντας στον όρο έλληνες μουσουλμάνοι θα μπορούσαν και οι Τούρκοι να επιβάλουν για τους Ελληνες της Πόλης τον όρο τούρκοι ορθόδοξοι χριστιανοί. Και ο Πατριάρχης να μετονομαστεί σε τούρκο ορθόδοξο χριστιανό αντί ρωμιό».