Ο οξύς ήχος της σειρήνας που για πενήντα χρόνια μετά τη βάρβαρη τουρκική εισβολή συνεχίζει να ηχεί υπενθυμίζει για ακόμη μία φορά τη βαριά ευθύνη: Αυτή η θλιβερή επέτειος να είναι η τελευταία με το νησί μας μοιρασμένο, αυτό το καλοκαίρι να είναι το τελευταίο με τους πολίτες της πατρίδας μας να στερούνται αυτονόητα πανανθρώπινα δικαιώματα και να συνεχίζουν να ζουν αδικαίωτοι σε καθεστώς ανασφάλειας.
Και, δυστυχώς, ενώ εμείς θρηνούμε τους νεκρούς, τους αγνοουμένους, τις κατεχόμενες πατρογονικές εστίες, κάποιοι εκ των τουρκοκύπριων συμπατριωτών μας και η Τουρκία προκλητικά πανηγυρίζουν για την παράνομη εισβολή και τα δεινά που αυτή επέφερε.
Πανηγυρίζουν για την κατοχή του 37% του εδάφους της ΚΔ και την έκτοτε παρουσία 40 χιλιάδων τουρκικού στρατού, τον εκτοπισμό 167 χιλιάδων Ελληνοκυπρίων, τη δολοφονία χιλιάδων, περιλαμβανομένων αμάχων, πέραν των 1.500 αγνοούμενων ατόμων, την καταστροφή των μνημείων και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Την ίδια στιγμή, όμως, πέραν της θλίψης, της καταδίκης της τουρκικής εισβολής και της τιμής στους πεσόντες και αγνοουμένους, ανακαλούμε στη μνήμη την αμφισβήτηση της νομιμότητας και τις εγκληματικές ενέργειες κάποιων, τις οποίες υπέθαλψε και εκμεταλλεύτηκε η ελληνόφωνη χούντα των Αθηνών για να διαπράξει το εγκληματικό πραξικόπημα.
Γιατί είναι το προδοτικό πραξικόπημα που εκμεταλλεύτηκε η Τουρκία για να προωθήσει και να υλοποιήσει τους μακροχρόνιους σχεδιασμούς της και εκμεταλλευόμενη αυθαίρετα τις πρόνοιες της Συνθήκης Εγγυήσεων να χρησιμοποιήσει το κατ’ ισχυρισμό μονομερές δικαίωμα επέμβασης, παρουσιάζοντας την εισβολή σαν ειρηνευτική επιχείρηση.
Μια κατ’ ισχυρισμό ειρηνευτική επιχείρηση που αντί να αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη οδήγησε στην απαράδεκτη κατάσταση που σήμερα βιώνει στο σύνολό του ο κυπριακός λαός, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι.
Δυστυχώς, παρά τις επίπονες προσπάθειες τόσο του ιδίου όσο και των προκατόχων μου, η Τουρκία συνεχίζει να επιδεικνύει για πέντε δεκαετίες την ίδια αδιάλλακτη και απαράδεκτη στάση και παρά τις διαχρονικές υποχωρήσεις και τους ιστορικούς αλλά και οδυνηρούς συμβιβασμούς της πλευράς μας, η τουρκική εμμονή σε απαράδεκτες θέσεις που δεν συνάδουν σε σύγχρονα κράτη οδήγησε σε εκτροχιασμό την εκάστοτε διαπραγματευτική διαδικασία.
Το τελευταίο παράδειγμα είναι η Διάσκεψη για την Κύπρο που πραγματοποιήθηκε στο Κραν Μοντανά τον Ιούλιο του 2017, κατά την οποία, όσον αφορά τις εσωτερικές πτυχές του κυπριακού προβλήματος, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών αξιολόγησε στην έκθεσή του στις 28 Σεπτεμβρίου 2017 ότι «τα βασικά εκκρεμή ζητήματα που σχετίζονται με τη διακυβέρνηση και τον καταμερισμό της εξουσίας παρέμειναν λίγα» και ότι «μέχρι το κλείσιμο της Διάσκεψης οι πλευρές είχαν ουσιαστικά λύσει το βασικό ζήτημα της αποτελεσματικής συμμετοχής».
Ετσι, ενώ ο στόχος του Γενικού Γραμματέα για την επίτευξη στρατηγικής συμφωνίας ήταν κοντά, ο λόγος της ανεπιτυχούς έκβασης ήταν η άκαμπτη στάση και η επιμονή της Τουρκίας στη διατήρηση της αναχρονιστικής Συνθήκης Εγγυήσεων, του δικαιώματος επέμβασης και της μόνιμης παρουσίας στρατευμάτων.
Και θα ήθελα να υπενθυμίσω τη δήλωση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ του Ιουνίου 2017, στην οποία τόνισε ότι «η πρόοδος στο παρόν Κεφάλαιο για την Ασφάλεια και τις Εγγυήσεις αποτελεί βασικό στοιχείο για την επίτευξη συνολικής συμφωνίας».
Αυτός ο τουρκικός διαχρονικός στόχος αποφυγής εξεύρεσης λύσης αποκαλύφθηκε απροκάλυπτα από τα όσα δημόσια κατέθεσαν η Τουρκία και ο εγκάθετός της στη Γενεύη στις 25 Απριλίου 2021 ενώπιον του Γενικού Γραμματέα ΟΗΕ για λύση δύο κρατών, με συνακόλουθη τη συνέχιση του σφετερισμού περιουσιών, την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του εποικισμού και της μόνιμης παρουσίας τουρκικών στρατευμάτων.
Την ίδια στιγμή, ο δικός μας διαχρονικός στόχος μας θα πρέπει να παραμείνει αμετάθετος: η μετεξέλιξη της ΚΔ σε ένα πραγματικά ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος απαλλαγμένο από εξαρτήσεις τρίτων, ένα σύγχρονο κράτος που θα δίνει πραγματικά την προοπτική ειρηνικής συνύπαρξης σε ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον για όλους ανεξαιρέτως τους νόμιμους κατοίκους του νησιού.
Παράλληλα, θα πρέπει και οι τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας να συνειδητοποιήσουν πως η όποια λύση θα πρέπει να εδράζεται και στον αμοιβαίο σεβασμό των δικαιωμάτων και των εύλογων ανησυχιών των δύο κοινοτήτων και να αναλογιστούν πως μόνο μέσα από μια λύση θα μπορέσουν και εκείνοι να απαλλαγούν από τις όποιες εξαρτήσεις και να αναδείξουν τη δική τους ταυτότητα και τις δικές τους δυνατότητες.
Για να φτάσουμε όμως στο σημείο που όλοι επιθυμούμε, η ενότητα των πολιτικών δυνάμεων και του συνόλου του κυπριακού λαού αποτελεί το μόνο στέρεο οικοδόμημα που μπορεί να μας οδηγήσει στην ελευθερία, στην ασφάλεια και ανεξαρτησία την οποία τόσα χρόνια επιδιώκουμε.
Για αυτό θα πρέπει να συνεχίσουμε να πολιτευόμαστε με σύνεση, μακριά από λαϊκισμούς και ανέφικτες επιδιώξεις, αλλά με πλήρη συναίσθηση και σεβασμό στο τι απαιτεί η πλειοψηφία ενός περήφανου λαού.
Ενός λαού που κατάφερε, μέσα από μια ανείπωτη τραγωδία και καταστροφή, να αποδείξει το τεράστιο απόθεμα ψυχής, εργατικότητας και έφεσης προς την πρόοδο.
Αυτή είναι η υποχρέωση ή αν θέλετε το ελάχιστο χρέος μας έναντι όλων όσοι έδωσαν τη ζωή τους έναντι των αγνοουμένων και έναντι όσων υπέφεραν και ακόμη υποφέρουν από τις βάναυσες συνέπειες της Εισβολής.
Μια υποχρέωση που υπαγορεύει να παραδώσουμε μια πατρίδα πραγματικά ελεύθερη, ευημερούσα και ειρηνική και η οποία θα δικαιώνει τις προσδοκίες ολόκληρου του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Ο κ. Νίκος Αναστασιάδης είναι πρώην πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.