«Δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του» (άρθρο 109 παρ. 4 ΚΟΔΚΛΔ). Το ανεπίτρεπτο του πειθαρχικού ελέγχου των δικαστικών λειτουργών για το περιεχόμενο της δικαιοδοτικής κρίσης τους αποτελεί την αναγκαία προέκταση της δικαστικής ανεξαρτησίας.

Τον τρέχοντα μήνα διατάχθηκαν δύο κατεπείγουσες προκαταρκτικές έρευνες σε υποθέσεις που έτυχαν ευρύτατης δημοσιότητας για την ενδεχόμενη πειθαρχική ευθύνη δικαστικών λειτουργών. Η πρώτη αφορά τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος από ΜΟΔ σε ποινή κάθειρξης εννέα ετών για πράξη βιασμού, ενώ η δεύτερη διατάχθηκε με αφορμή την επιβολή περιοριστικών όρων σε δικηγόρο που κατηγορήθηκε για κακουργηματική πράξη ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος της συζύγου του.

Οι διαταχθείσες πειθαρχικές έρευνες υπονομεύουν εκ των ένδον το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και αποτελούν ένα ακόμη σύμπτωμα της διαχρονικής παθογένειας των σχέσεων μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Η πρώτη αξιώνει από τους δικαστές να μετουσιώνουν στις αποφάσεις τους το πνεύμα υπερβολικής αυστηρότητας της πρόσφατης ποινικής νομοθεσίας, η οποία έχει αναγάγει συγκεκριμένες μορφές εγκληματικής δραστηριότητας σε εμβληματικά πεδία αντεγκληματικής πολιτικής με σημαντική υποχώρηση παραδοσιακών δικαιοκρατικών αρχών (ήδη εξαγγέλθηκε η κατ’ αρχήν υποχρεωτική επιβολή προσωρινής κράτησης στα κακουργήματα ενδοοικογενειακή βίας).

Η δεύτερη με τη δημοσιοποίηση των πειθαρχικών ερευνών, και μάλιστα με δελτία Τύπου που συνυπογράφονται από την Πρόεδρο και την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εμπλέκει τον θεσμό της Δικαιοσύνης σε επικοινωνιακές διεργασίες και παρέχει θεσμική επίστρωση στις ανοίκειες ιαχές αδαών σχολιαστών της ποινικής επικαιρότητας, που αποδοκιμάζουν δημοσίως ως χαριστική ή ακατανόητη κάθε απόφαση που δεν οδηγεί αμέσως στη φυλακή τους διωκομένους για κακουργηματικές πράξεις. Σημειωτέον ότι κατέστησαν αντικείμενο πειθαρχικού ελέγχου προγνωστικές δικαστικές κρίσεις για τη μελλοντική συμπεριφορά των κατηγορουμένων με βάση τα διαθέσιμα κατά τον χρόνο της απόφασης στοιχεία, προκειμένου να διαγνωσθούν οι κίνδυνοι φυγής ή τέλεσης νέων εγκλημάτων.

Η νέα πρακτική της «πειθαρχικής διερεύνησης» αυτών των αποφάσεων εκπέμπει μήνυμα αποδοκιμασίας των δικαστικών λειτουργών που δεν εξαντλούν κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειάς τους τα προβλεπόμενα στον νόμο ακραία όρια αυστηρότητας και δημιουργεί έναν πρόσθετο ενδογενή μοχλό πίεσης που λειτουργεί ομόρροπα με όσους εξωγενείς παράγοντες επιδιώκουν την ευθυγράμμιση των δικαστικών αποφάσεων με τις προσδοκίες της κοινής γνώμης. Δεδομένου δε ότι βάσει του άρθρου 109 παρ. 4 ΚΟΔΚΔΛ οι πειθαρχικές έρευνες είναι απρόσφορες για τον καταλογισμό πειθαρχικών ευθυνών, δημιουργούνται εύλογες επιφυλάξεις για τις πραγματικές στοχεύσεις των σχετικών πρωτοβουλιών.

Από την άλλη μεριά, η εχθρική για τους κατηγορουμένους θυματοκεντρική αντίληψη της νέας ποινικής νομοθεσίας ανέχεται και θέτει στο απυρόβλητο τις υπαρκτές δικαστικές αποφάσεις που έχουν αδίκως στερήσει την προσωπική ελευθερία προσώπων. Πάντως, η  αντίδραση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, που στηλίτευσε τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαιοδοτικών κρίσεων, δημιουργεί την αισιοδοξία ότι υπάρχουν «απείθαρχοι» δικαστές που εξακολουθούν να δικαιοδοτούν με αποκλειστικό γνώμονα τον νόμο και τη συνείδησή τους.