Πρόσφατα, ένας διαχειριστής κεφαλαίων επιχείρησε να σκιαγραφήσει την πρόοδο στο επενδυτικό κλίμα μεταξύ των ετών 2012 και 2018. Ουσιαστικά να απαντήσει στο ερώτημα αν καταφέραμε ως χώρα, εν μέσω μνημονίων, να εξαλείψουμε τα εμπόδια στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Η άποψη του συγκεκριμένου διαχειριστή έχει σημασία γιατί ο ίδιος κατάφερε να συγκεντρώσει ξένα κεφάλαια και να τα τοποθετήσει στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το 2012 το ρίσκο της χώρας ήταν στο ζενίθ, γεγονός που από μόνο του ήταν ένας αποτρεπτικός παράγοντας για να έρθει κάποιος να επενδύσει στην Ελλάδα. Υπήρχε μεγάλη γραφειοκρατία και πολυνομία και σχετικά υψηλή φορολογία. Επίσης ήταν εμφανής η έλλειψη υποδομών (λιμάνια, αεροδρόμια, τρένα), καθώς και η αδυναμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν με κεφάλαια κίνησης τις επιχειρήσεις ώστε να εξυπηρετήσουν παραγγελίες που δέχονταν. Παράλληλα, το εργατικό κόστος (μισθοί, ασφαλιστικές εισφορές και εργοδοτικές εισφορές) δεν ήταν ανταγωνιστικό αφού ήταν υψηλό. Μοναδικό ίσως θετικό ήταν το κόστος των μεταφορών που παραδόξως ήταν χαμηλό.
Στο τέλος του 2018, έξι χρόνια μετά, σύμφωνα με τον ίδιο, η κατάσταση έχει ως εξής: Το brand Ελλάδα ευτυχώς δεν οδηγεί σε φυγή τους επενδυτές. Η γραφειοκρατία και η πολυνομία παραμένουν, καθώς οι παρεμβάσεις για να περιοριστούν τα φαινόμενα αυτά ήταν ελάχιστες. Η φορολογία αντί να μειωθεί έχει αυξηθεί υπερβολικά σε σχέση με το 2012. Οι υποδομές βρίσκονται στα ίδια μαύρα χάλια. Το κόστος των μεταφορών, που αποτελούσε πλεονέκτημα, ανέβηκε και αυτό. Εκεί που έγιναν βήματα ήταν στη χρηματοδότηση – αξιόχρεων εταιρειών – από τις τράπεζες χωρίς αστερίσκους και κυρίως στη μείωση του μισθολογικού κόστους. Αυτό βεβαίως εις βάρος των εργαζομένων που είδαν τις απολαβές τους να συρρικνώνονται αλλά και των νέων παιδιών που εισέρχονται στην αγορά εργασίας με αμοιβές 400-500 ευρώ. Βεβαίως προέχει η αντιμετώπιση της ανεργίας, και το χαμηλό μισθολογικό κόστος συμβάλλει στον σκοπό αυτόν.
Από τον παραπάνω απολογισμό προκύπτει ότι πέρασαν έξι χρόνια με τρία βαριά μνημόνια, αλλά δυστυχώς η Ελλάδα ακόμη δεν έχει βρει τον βηματισμό της σε ό,τι αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, που είναι και η μοναδική διέξοδος για να αυξηθεί ο εθνικός μας πλούτος. Αυτά τα χρόνια που χάσαμε θα πρέπει τώρα με πολλαπλάσια προσπάθεια και με ένα εθνικό σχέδιο να τα ανακτήσουμε, γιατί η χώρα δεν αντέχει άλλο ένα πισωγύρισμα.