Κάθε φορά που φτάνει το ελληνικό μας ορθόδοξο Πάσχα σκέφτομαι πως δεν έχει γραφτεί διεξοδικά η ιστορία του – το πώς δηλαδή η συγκεκριμένη χριστιανική γιορτή έφτασε να τιμάται με τον τρόπο που τιμάται στην Ελλάδα.

Γνωρίζουμε τα πάντα για το Πάσχα ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε. Αλλά δεν γνωρίζουμε ακριβώς πώς φτάσαμε στο σημείο στην Ελλάδα ο εορτασμός του να είναι τόσο ιδιαίτερος: διότι εδώ δεν έχουμε μόνο τα δικά μας έθιμα – η όλη πασχαλιάτικη διαδικασία είναι ολότελα διαφορετική από οπουδήποτε.

Πιθανότατα έχετε ακούσει ότι τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έθιμα και οι εορτασμοί της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα δεν υπήρχαν, καθώς οι χριστιανοί ήταν μια διωκόμενη μειονότητα. Πολλοί γνωρίζουν πως όλα άλλαξαν όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας, αποκαλούμενος και Μέγας, με προτροπή και της μητέρας του Ελένης, επέτρεψε στους χριστιανούς να ασκήσουν ελεύθεροι πλέον τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Οσοι με την ιστορία της γιορτής έχουν ασχοληθεί γνωρίζουν πως ο εορτασμός της Μεγάλης Εβδομάδας ξεκίνησε κρυφά στην Ιερουσαλήμ και ότι για αυτόν τον λόγο το χριστιανικό μας Πάσχα σχετίζεται με το εβραϊκό Πέσαχ, την πρώτη από τις τρεις ετήσιες μεγάλες εορτές των Ισραηλιτών, η οποία χρονικά συνέπιπτε πάντα με τις αρχές της άνοιξης. Ισως να θυμάστε ότι στο σχολείο μάς είχαν πει πως η ίδια η λέξη Πάσχα είναι η ελληνοποιημένη απόδοση του Πέσαχ και σημαίνει «διάβαση» ή «πορεία» – οι Εβραίοι σηματοδοτούσαν έτσι τη φυγή τους από την Αίγυπτο. Ο χριστιανισμός πήρε, κατά κάποιον τρόπο, το Πάσχα από τις εβραϊκές παραδόσεις και του έδωσε νέο νόημα – λαμπρότερο.

Οι χριστιανοί γιορτάζουν την Ανάσταση του Χριστού και την απελευθέρωση από τον φόβο του θανάτου. Oλα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά: το αληθινά ενδιαφέρον θα ήταν να εξηγήσει κάποιος το πώς στη συνέχεια δημιουργήθηκαν δύο τρόποι εορτασμού του Πάσχα – ο ελληνικός και όλων των άλλων.

Οι διαιρέσεις των χριστιανών είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρχουν στον τρόπο εορτασμού των κοινών εορτών τους διαφορές συχνά σημαντικές. Τα Φώτα για τους ορθόδοξους είναι μια μεγάλη γιορτή – για τους καθολικούς όχι και τόσο. Στη Δύση τα δώρα τα φέρνει ο Αγιος Νικόλαος τα Χριστούγεννα, σε εμάς τους ορθόδοξους ο Αγιος Βασίλης την Πρωτοχρονιά – σε κάθε περίπτωση, τον άγιο τον λένε πάντα…μπαμπά, αλλά έπρεπε διαφορές να υπάρχουν σε όλα. Oμως η πιο μεγάλη διαφορά έγκειται στον τρόπο εορτασμού του Πάσχα.

Για τους καθολικούς η Μεγάλη Εβδομάδα είναι μια διαδικασία αυτομαστιγώματος: η αίσθηση του δράματος είναι το σημαντικό – η Κυριακή του Πάσχα είναι ένα είδος απελευθέρωσης από ένα συσσωρευμένο βάρος. Εχω ζήσει πολλά Πάσχα καθολικών: μοιάζουν πιο πολύ με μια διαδικασία διεκδίκησης κάποιου είδους συγχώρησης. Oλα ολοκληρώνονται με το κήρυγμα του Ποντίφικα στο Βατικανό – που συνήθως είναι μια πράξη αυτοκριτικής. Ουδεμία σχέση έχουν όλα αυτά με το Πάσχα των ορθοδόξων. Για τους ορθόδοξους η Μεγάλη Εβδομάδα είναι απλά το χρονικό προς ένα μεγάλο φινάλε που ολοκληρώνεται με έναν θρίαμβο – τον θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου.Πριν από τον θρίαμβο υπάρχει οδύνη, ίσως και ήττα, όμως και αυτή ακόμα έχει κάτι το εορταστικά μεγαλειώδες: οι ύμνοι της Μεγάλης Παρασκευής και η περιφορά του Επιταφίου απαιτούν τη συμμετοχή των πιστών.

Ολα είναι πράξεις ενός ενιαίου χρονικού με καλό τέλος: ξημερώματα Κυριακής υπάρχει η Ανάσταση, δηλαδή χαρά πραγματική, την οποία μοιραζόμαστε δηλώνοντας κοινωνοί της γιορτής: για αυτό και το «Χριστός Ανέστη» γίνεται χαιρετισμός μεταξύ μας. Ομως το πιο ενδιαφέρον στην ιστορία αυτή, τις λεπτομέρειες της οποίας ουδείς κατέγραψε, είναι ότι οι Ελληνες πήραν το τελετουργικό της γιορτής των ορθόδοξων χριστιανών και το πήγαν σε άλλο επίπεδο. Στην Ελλάδα το Πάσχα είναι η πιο μεγάλη γιορτή της χώρας. Είναι λόγος για να συναντηθούν οικογένειες, για να ξαναβρεθούν φίλοι, για να επιστρέψουν οι πιο πολλοί στον τόπο τους. Είναι μια ευκαιρία για πανηγύρι! Σε μια χώρα που τα έθιμα διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή, αυτά του Πάσχα είναι σχεδόν παντού όμοια: οι σούβλες και οι σχάρες γυρνούν από το πρωί και ενώ ακόμα δεν έχουμε χωνέψει τη μαγειρίτσα, τα τσουγκρίσματα των αβγών δίνουν και παίρνουν και ο ήχος του κλαρίνου γίνεται για μία ημέρα το σάουντρακ της ζωής μας.

Αλλά το αληθινά αξιοπρόσεκτο στην περίπτωση είναι η διάθεση όλων να φύγουν από τις πόλεις τους και να βρεθούν στη γενέθλια γη τους: το Πάσχα είναι επιστροφή, είναι μια διαδρομή προς τη δική μας προσωπική ανάσταση που συντελείται μόνο σε τόπους που αγαπάμε. Το σκηνικό είναι συχνά ανώτερο του έτσι κι αλλιώς λαμπρού περιεχομένου. Δεν υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση κοσμικότητα και φαίνεσθαι. Ούτε επικαιρότητα. Παρά μόνο η γλυκιά αίσθηση ενός προορισμού. Ολο αυτό ελάχιστη σχέση έχει με τα καθολικά δράματα, αλλά και με το βαρύ ορθόδοξο μπαρόκ. Είναι αμιγώς ελληνικό. Δικό μας.

Δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο μέσα από ποια διαδικασία διαμορφώθηκε όλο αυτό το σύνθετο ελληνικό τελετουργικό. Το οποίο σημειωτέον αποτελεί και απόδειξη πως στο οικόπεδο που κατοικούμε, και που ο Θεός μάς το χάρισε ενώ το είχε κρατήσει για τα γεράματά του, που λέει και ο Διονύσης Σαββόπουλος, αναπτύξαμε τη συνήθεια όχι μόνο να δημιουργούμε θεούς, αλλά να φέρνουμε στα μέτρα μας και το πώς θα τους γιορτάσουμε.

Το Πάσχα είναι η απόδειξη πως Ελληνας είναι αυτός που ξέρει το μυστικό της απόλαυσης της γιορτής, που είναι κάτι διαφορετικό από τη γιορτή την ίδια. Θυμάμαι στα χρόνια της πανδημίας εμείς και οι Δυτικοευρωπαίοι έπρεπε να γιορτάσουμε το Πάσχα σπίτι: οι καθολικοί Ιταλοί τραγουδούσαν στα μπαλκόνια, εμείς είχαμε πάθει όλοι κατάθλιψη! Γιατί; Γιατί ήταν σαν το Πάσχα να καταργήθηκε.

Το δικό μας Πάσχα, αυτό του οποίου το τελετουργικό καταφέραμε να σκηνοθετήσουμε ερήμην της υπόλοιπης χριστιανικής ανθρωπότητας, δεν γίνεται να απουσιάζει από τη ζωή μας – θα ήταν σαν ξαφνικά να αποφασίζαμε ότι πρέπει να καταργηθεί η χαρά της.

Μοιραζόμαστε το Πάσχα για να το χαιρόμαστε. Ο χαρακτήρας του δεν είναι μυστηριακός, αλλά εορταστικός. Δεν περιμένουμε όταν αυτό πλησιάζει να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μας: ξέρουμε πως θα κάνουμε κι άλλες. Και πως το επόμενο Πάσχα, όταν πάλι θα βρεθούμε με όσους αγαπάμε σε αυτό το τάιμ άουτ που μάθαμε να παίρνουμε από την καθημερινότητά μας, αυτές τις αμαρτίες θα διηγούμαστε. Λέγοντας «Χριστός Ανέστη» συνθηματικά. Απλώς για να αρχίσει η γιορτή. Η γιορτή μας.