Κάθε τόσο, με υπαρκτές τις αφορμές και ακόμη πιο υπαρκτές τις ανάγκες, η λέξη επανέρχεται άλλοτε ως αίτημα και άλλοτε ως υπόσχεση. Παροχές. Σε πληθυντικό η λέξη για να μη χάνεται ο πλούτος της προσδοκίας, να προστατεύεται η επανάληψη, να φαντάζει εγγυημένη η αντοχή τους στον χρόνο.
Η φιλοσοφία των παροχών, οι ίδιες οι παροχές, ως τακτική διακυβέρνησης, είναι εμπεδωμένη στο πολιτικό μας σύστημα, είναι συστατικό του στοιχείο. Ως ισχυρή, η εξουσία μπορεί να παρέχει. Ως εν δυνάμει διαρκής πάροχος «προστασίας» αναγορεύει τον εαυτό της σε κάτι περισσότερο από αυτό που είναι: ως μόνο σημείο αναφοράς. Και οφειλόμενης αναγνώρισης συνακόλουθα, αφού ο σε ανάγκη ευρισκόμενος αποδέκτης, καλείται να την αποδεχθεί ως προσφορά, που θα μπορούσε και να μην υπάρχει.
Στον αγώνα για την εξουσία αυτή η φιλοσοφία αμφισβητείται ανάλογα με τη θέση που βρίσκεται ο κάθε φορά διεκδικητής, στην Κυβέρνηση ή στην Αντιπολίτευση. Οι παροχές καταγγέλλονται ως πράξεις «εξαγοράς ψήφων», ιδιαίτερα στις προεκλογικές περιόδους, επικρίνονται ως υπονομευτικές της εμπιστοσύνης, ως αντιδημοκρατικές στο βάθος, αφού ένα πνεύμα συναλλαγής μοιάζει να κατοικεί σε αυτή τη σχέση κυριαρχίας και σκοπούμενης υποταγής.
Η μέθοδος έχει τελικά κερδίσει και αυτό που μένει και ίσως έχει μια χρησιμότητα, είναι η κατανόηση του πυρήνα της, που τόσο ευρύτατη αποδοχή έχει κατακτήσει, που η άρνησή της δεν έχει πλέον οπαδούς. Μέσα στο ρήμα «παρέχω» υπάρχει μια αντίληψη εξουσίας, που μιλάει για μια ανώριμη δημοκρατία και μια ψυχολογικά δέσμια και εξαρτημένη από την κρατική εξουσία κοινωνία.
Το ρήμα «παρέχω» είναι γεμάτο με σχετικά νοήματα και σημασίες. Η πρώτη του έννοια, όπως μας βοηθάνε τα λεξικά να κάνουμε το πρώτο βήμα κατανόησης, αποδίδει την πράξη του προσφέρω, τη χειρονομία του δίνω, τη γενναιοδωρία της απονομής. Προφέρω, δίνω, απονέμω. Λέξεις που κάθε εξουσία θα αγαπούσε χωρίς επιφυλάξεις και ενοχές να εκφωνεί και να επικαλείται. Ανεμπόδιστη κάθε μοναρχική εξουσία στην ιστορία έκανε κατάχρηση αυτής της πρόθεσης απονομής ποικίλων αγαθών.
Αυτός που υπόσχεται παροχές και «παρέχει» τοποθετεί τον εαυτό του σε υψηλότερο επίπεδο από το κοινωνικό σώμα σε ανάγκη, ως εκφραστής της υπόσχεσης αυτοπροβάλλεται ως ικανός να την πραγματοποιήσει, ως ισχυρός να δίνει παροχές, σήμερα και αύριο. Αποκομμένος από το κοινωνικό σώμα, δεν μιλάει ποτέ για την αιτία της ανάγκης, αλλά για τη δυνατότητά του ευκαιριακά να την καλύψει. Αν προσθέσουμε ότι το ρήμα χρησιμοποιείται και για την προσφορά δώρων στους θεούς, συμπληρώνονται οι συνειρμοί που συνυπάρχουν με κάθε πράξη ή προσδοκία παροχής.
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.