Οσοι έχουν την ευκαιρία να συνομιλούν με επιφανείς οικονομολόγους, δραστήριους επιχειρηματίες, δυναμικούς παραγωγούς αγαθών και υπηρεσιών, υπευθύνους μικρών και μεγάλων σχημάτων, μα και με διαθέτοντες δεξιότητες και προσόντα εργαζομένους, αισθάνονται το κενό και τη μονομέρεια της τρέχουσας πολιτικής.
Ιδιαιτέρως εκείνοι που επιχειρούν δεν κρύβουν το πλήθος των εμποδίων, διοικητικών και άλλων, που ορθώνονται μπροστά τους και εν τέλει εμποδίζουν τις όποιες προσπάθειές τους. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι χωρίς πρόσβαση στο κράτος και στην πολιτική δεν μπορούν να ελπίζουν σε ευόδωση των σχεδίων τους.
Πιστεύουν ακράδαντα ότι δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες. Για τους πολλούς οι εγκρίσεις και μόνο απαιτούν χρόνο, μακράς διάρκειας διαδικασίες και βεβαίως χρήμα, που συνήθως καθιστούν τα πρότζεκτ πιθανώς ανεπίκαιρα και σχεδόν αντιοικονομικά. Για την εξασφάλιση μιας άδειας εγκατάστασης μιας ενεργειακής μονάδας φωτοβολταϊκών π.χ. 500 μεγαβάτ χρειάζονται τουλάχιστον έξι χρόνια προσπαθειών, την ώρα που στην Κύπρο αρκεί μία εβδομάδα!
Οι πιο πολλοί περιγράφουν ένα πολυδαίδαλο πλέγμα ενδιάμεσων διαδικασιών και διαμεσολαβούντων προσώπων, της Διοίκησης, των επίσημων αρχών, των τραπεζών και της Πολιτικής, που κατά βάση εμποδίζει, αποθαρρύνει και εν τέλει αποκαρδιώνει. Κοινή είναι η πεποίθηση ότι από το πλήθος των εμποδίων ευνοούνται κατά βάση παρασιτικά σχήματα που καταφέρνουν να διαμορφώνουν προνομιακές σχέσεις με τη Διοίκηση και την Πολιτική.
Αντιθέτως, όσοι δεν είναι διατεθειμένοι να καλλιεργήσουν με όποιο κόστος τέτοιες σχέσεις κινδυνεύουν να χάσουν, να δουν τα σχέδιά τους να ναυαγούν εντός του πολυδαίδαλου πλαισίου αδειοδοτήσεων. Μόνο ισχυροί και επίμονοι όμιλοι μπορούν να ξεπεράσουν τις δαιδαλώδεις διαδικασίες.
Ετσι εξηγείται άλλωστε και το τρέχον επενδυτικό κενό, παρότι το επενδυτικό κλίμα έχει αποκατασταθεί και η χώρα έχει ξαναμπεί στον χάρτη των διεθνών επενδύσεων.
Τι φταίει λοιπόν, τι είναι αυτό που κρατά τη χώρα σε κύκλο βραδείας ανάκαμψης και δεν επιτρέπει τα άλματα προόδου που έχει ανάγκη ο τόπος; Δεν είναι λίγοι πια εκείνοι που αποδίδουν το πρόβλημα στην επικράτηση ενός απολύτως αντιφιλελεύθερου σχήματος, που ωστόσο οικοδομείται από μια κατά τα άλλα αμιγώς, κατά τις διακηρύξεις της, φιλελεύθερη πολιτική δύναμη.
Οσοι κινούνται στη δημόσια σφαίρα εκτιμούν ότι σταδιακά στη χώρα μας τείνουν να διαμορφωθούν σχήματα «παρεοκρατίας» και «προσοδοθηρίας», συγγενή προς τα αναπτυχθέντα δίκτυα επιρροής και προπαγάνδας, που αλλοιώνουν τον ανταγωνισμό και κλονίζουν την εμπιστοσύνη.
Επί της ουσίας υπονομεύουν τις αρχές του φιλελευθερισμού, ευνοώντας κυρίως τους λίγους και εκλεκτούς, όσους δηλαδή διαθέτουν επαφή και πρόσβαση, αποκλείοντας, με αυτόν τον τρόπο, αρκετούς που δεν είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν αθέμιτες συναλλαγές και εξαρτήσεις, οι οποίες αντίκεινται στις αρχές και στους κανόνες της οικονομικής ελευθερίας, που η πλειονότητα των πολιτών συνεχίζει να υπερασπίζεται.
Είναι αλήθεια ότι τέτοιες συνθήκες δεν είναι καινούργιες στην Ελλάδα. Εχουν ευδοκιμήσει πολλές φορές στο παρελθόν. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια η ευνοιοκρατία περισσεύει, στη βάση πάντα του σχήματος «παρεοκρατίας» και «προσοδοθηρίας» που τείνει να επικρατήσει με μεγάλη ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας.
Είναι και αυτή μία ακόμη εκδοχή πολιτικής καθυστέρησης και ανυπαρξίας των θεσμικών αντίβαρων. Η χώρα έχει ανάγκη από μια επαρκή και ανεξάρτητη διοίκηση, από ένα κράτος κατάλληλα εξοπλισμένο και ικανό να διαχέει τις ευκαιρίες και να διαμοιράζει δίκαια, χωρίς αποκλεισμούς, τους διαθέσιμους επενδυτικούς πόρους. Μόνο μια επανάσταση αρχών θα δώσει ευκαιρίες πραγματικής εξόδου από τη μακρά κρίση που δεν λέει να τελειώσει.