Μια σειρά στατιστικών στοιχείων δείχνουν μια πρώτη ποιοτική μεταβολή της ελληνικής οικονομίας όσον αφορά το παραγωγικό της πρότυπο. Παρά το μικρό μέγεθός της, τόσο το 2000 όσο και το 2010, αυτή παρέμενε μια σχετική κλειστή οικονομία. Ενώ οικονομίες ίδιου περίπου μεγέθους είτε πληθυσμιακού (Βέλγιο) είτε δυναμικότητας (Πορτογαλία) παρουσίαζαν σημαντική εξωστρέφεια (εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ως % ΑΕΠ, Βέλγιο 70%, Πορτογαλία 50% περίπου), η ελληνική οικονομία βρισκόταν την ίδια περίοδο γύρω στο 20%. Σήμερα το ποσοστό αυτό βρίσκεται περίπου στο 38%. Σε δε απόλυτα μεγέθη, οι εξαγωγές αυξήθηκαν από τα 56 δισ. ευρώ το 2016, στα 72 δισ. περίπου σήμερα.
Αυτό δείχνει μια σημαντική μεταβολή προσαρμογής και ενσωμάτωσης στη διεθνή οικονομία. Οπωσδήποτε η συρρίκνωση της εγχώριας δαπάνης οδήγησε πολλές επιχειρήσεις να αναγκαστούν να κολυμπήσουν στα βαθιά, ανταγωνιστικά νερά της διεθνούς ζήτησης. Παρά τη σαφή πρόοδο, η άνοδος αυτή της εξωστρέφειας πρέπει να συνεχιστεί και να ενδυναμωθεί περαιτέρω.
Οσον αφορά τον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου ο οποίος βρέθηκε στα δυσθεώρητα ύψη του 24%/ΑΕΠ την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων (ΟΑ), ως γνωστόν κατέρρευσε στη συνέχεια, στη δύσκολη περίοδο της προηγούμενης δεκαετίας κατέρρευσε στο 11% περίπου.
Σήμερα βρίσκεται άνω του 15% ξανά (27 δισ.) και, το κυριότερο, ενώ την περίοδο των ΟΑ οι κατοικίες και οι κατασκευές έφτασαν στο 40% του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου, σήμερα αυτές περιορίζονται περίπου στο 12%, ενώ ο μηχανολογικός και μεταφορικός εξοπλισμός μαζί με τα οπλικά συστήματα και ιδίως τις νέες τεχνολογίες αντιπροσωπεύουν το 45% – του 15% – περίπου. Ακόμη και στην περίπτωση των εισαγωγών, περίπου το 1/3 ή το ¼ αυτών αποτελούν εισροές κεφαλαιουχικού εξοπλισμού που υποστηρίζουν τη μεταποίηση και τις εξαγωγές.
Πράγματι υπάρχει και μια ιδιαιτέρως καλή πορεία της μεταποίησης μέσα στον δευτερογενή τομέα (βιομηχανία), σε ένα ευνοϊκό για τη βιομηχανία πλαίσιο όπου η τελευταία συμβάλλει ανοδικά στο ΑΕΠ σήμερα 17% από το 14% το 2016. Ιδιαιτέρως όμως η συνεισφορά της μεταποίησης στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 8% το 2016 στο 10,5% το 2021. Η δε ποσοστιαία αύξηση του κλάδου φθάνει το 35%, από 14 δισ. σε 19 δισ. το 2021. Η εξέλιξη αυτή συνάδει και με την αύξηση του ακαθαρίστου σχηματισμού κεφαλαίου ανωτέρω, αλλά και με τη βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης. Χρειάζεται όμως να συνεχιστεί ακόμη πιο δυναμικά. Χώρες όπως η Πορτογαλία και η Κροατία, με συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ παρόμοια με της Ελλάδος, διαθέτουν μεταποιητική δραστηριότητα που κυμαίνεται άνω του 15% του ΑΕΠ.
Αυτοί λοιπόν που τονίζουν τη σημασία της περαιτέρω μεγέθυνσης της μεταποιητικής παραγωγής δεν έχουν άδικο. Αδικο όμως έχουν αυτοί που βλέπουν μια τέτοια εξέλιξη ως απόρροια ενός περιορισμού του τουριστικού προϊόντος στη χώρα μας. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σε μια μικρή ανοικτή οικονομία όπως η ελληνική, οι διαθέσιμοι πόροι δεν περιορίζονται από τις εγχώριες αποταμιεύσεις καθώς οι διεθνείς αποταμιεύσεις καλύπτουν τη ζήτηση για επενδύσεις, αρκεί βεβαίως να τηρούνται και να εφαρμόζονται στο εγχώριο ρυθμιστικό πλαίσιο οι διεθνείς οικονομικοί κανόνες και συνθήκες. Αλλωστε, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, όταν δεν οφείλεται σε υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας, αντικατοπτρίζει αυτή τη διαφορά ανάμεσα στις εγχώριες επενδύσεις και την εθνική αποταμίευση.
Οσον αφορά το τουριστικό προϊόν λοιπόν, εντύπωση προκαλεί η αδυναμία κατανόησης ότι αυτό, με τους δορυφόρους λογαριασμούς του, τροφοδοτεί με δαπάνη κρίσιμους τομείς της οικονομίας όπως η κτηματαγορά, το λιανεμπόριο, η μεταποίηση. Πολύ δε περισσότερο όταν η ποιότητα του τουριστικού προϊόντος βελτιώνεται συνεχώς. Σήμερα ο αριθμός των 5στερων ξενοδοχείων ανέρχεται σε 744 σε ένα σύνολο 10.087 ξενοδοχείων, όταν 10 χρόνια πριν ήταν μόλις 343 σε σύνολο 9.661 ξενοδοχείων. Συνολικά ο αριθμός 4στερων και 5στερων ξενοδοχείων βρίσκεται περίπου στο 25% του συνόλου.
Σε σχετική μελέτη του ΣΕΤΕ σχετικά με τις ανάγκες σε επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές για τα επόμενα έτη τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, τονίζονται ορθώς οι προϋποθέσεις διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης με έμφαση στις αναγκαίες υποδομές. Αναγκαίες όμως είναι και οι θεσμικές υποδομές.
Η εκπαίδευση και η αγορά εργασίας, η ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των κρατικών δομών, η σύγχρονη λειτουργία χωροθετήσεων και αδειοδοτήσεων στα βιομηχανικά πάρκα μαζί με τις παρεχόμενες υποδομές (ιδίως ενεργειακές υποδομές) είναι μερικές μόνο απαραίτητες προϋποθέσεις. Πολιτικές προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να περιλαμβάνουν σημαντικό βραχυχρόνιο κόστος στην πολιτική αγορά των ψήφων. Ο εθισμός όμως σε ένα δημοσιονομικό καθεστώς που δεν προσαρμόζει τα ποσοτικά και ποιοτικά μεγέθη στα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα των ανταγωνιστών μας μπορεί στα τέλη της δεκαετίας που διανύουμε, όταν θα έχουν ολοκληρωθεί και οι γενναίες και καθοριστικές ευρωπαϊκές παροχές και διευκολύνσεις, να μας φέρουν ξανά μπροστά στην ανάγκη για δυσάρεστες και απότομες προσαρμογές.
Ο Θεόδωρος Πελαγίδης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και Υποδιοικητής της ΤτΕ. Διετέλεσε Υπουργός Οικονομικών στην πρόσφατη υπηρεσιακή κυβέρνηση.