Το ποδόσφαιρο πάντα ήταν ένα πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Ενα μέσον για την ανάπτυξη ανιστόρητων εθνικών αφηγημάτων, ένα παιχνίδι που σοβάρεψε πολλές φορές από δηλητήρια και σκοπιμότητες που ελάχιστα είχαν να κάνουν με το ίδιο.

Ενα EURO ή ένα Μουντιάλ είναι ένα βαρόμετρο για το προς τα πού φυσάει κάθε δεδομένη χρονική στιγμή το γενικό κλίμα. Διεθνείς πολιτικοί συσχετισμοί μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου. Οι ομάδες φορτώνονται όλες τις αμαρτίες αλλά και τις αρετές των εκάστοτε κυβερνήσεών τους. Διάβασα πολλές φορές «πόσο χάρηκα για την τριάρα που έφαγαν τα φασισταριά» μετά τη λήξη του αγώνα Ελβετία – Ουγγαρία 3-1. Πολλοί έβλεπαν στο πρόσωπο ενός εικοσιπεντάχρονου ούγγρου σέντερ μπακ το πρόσωπο του Ορμπαν (βοήθησε και το λάθος που έκανε στην άμυνα ένας συνονόματος).

Δεν βλέπουμε μπάλα ακριβώς αλλά πολέμους. Μπορούμε να φανταστούμε πόσα πάθη θα πυροδοτούσε κάθε παιχνίδι του Ισραήλ αν είχε προκριθεί στα τελικά.

Ως συνήθως υπάρχουν δύο αναγνώσεις, δύο αλήθειες, που δεν μπορείς να ακυρώσεις καμία. Από τη μία, ένας ποδοσφαιρικός αγώνας είναι μόνο ένας ποδοσφαιρικός αγώνας, «το σημαντικότερο δευτερεύον πράγμα στη ζωή» για πολλούς από εμάς που λατρεύουμε το παιχνίδι. Από την άλλη, δεν μπορείς να αγνοήσεις τη χρήση κάποιων εθνικών νικών από καθεστώτα και κυβερνήσεις που ψάχνουν τέτοιες νίκες για να επιβεβαιώσουν τις «εθνικές» επιλογές τους μέσω της πρόσκαιρης ανάτασης της περηφάνιας.

Αν πάμε μακριά θα θυμηθούμε το Μουντιάλ του 1934 που το πήρε προσωπικά ο Μουσολίνι για τους Ιταλούς και το αντίστοιχο του 1978 στην Αργεντινή με τον Βιντέλα και το μισό στράτευμα στις κερκίδες, που δεν θα τελείωνε ποτέ αν δεν το έπαιρνε η Αργεντινή.

Το 1995 όταν η Εθνική μας των εφήβων στο μπάσκετ είχε κερδίσει στην Αθήνα το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα (το οποίο είχα κι εγώ πανηγυρίσει δεόντως) είχαμε διαφωνήσει σφοδρά δημοσίως σε μία συνέντευξη με έναν από τους σπουδαιότερους ανθρώπους του ελληνικού τραγουδιού, όταν εκείνος υποστήριξε πως αυτό το χρυσό μετάλλιο ήταν η απόδειξη πως η Ελλάδα είναι στον σωστό δρόμο και πως η νεολαία μας είναι πια σε άλλο επίπεδο. Μου είχε φανεί εφηβικά αισιόδοξη μια τέτοια εκτίμηση και όταν του ανέφερα τους δείκτες ανεργίας στους νέους, το επίπεδο της Παιδείας και τους μισθούς τους, σηκώθηκε θυμωμένος και η συνέντευξη τελείωσε πριν την ώρα της.

Είναι σίγουρο πως ο καθένας μας βλέπει ό,τι θέλει να δει. Ο,τι δικαιώνει τις επιλογές του. Δύσκολα θα δούμε ένα ματσάκι σαν ένα ματσάκι δίχως να του φορτώσουμε όλες τις αμαρτίες των ανθρώπων.

Τώρα βέβαια θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει – και του αναγνωρίζω ένα δίκιο – πως είναι αφόρητα ξενέρωτο να παρακολουθείς έναν κρίσιμο αγώνα ποδοσφαίρου αποστασιοποιημένος, με καθωσπρέπει αντιδράσεις, δίχως λίγο πάθος, λίγη φτήνια, δίχως έναν παιδικό φανατισμό. Ομως η ιστορία πρέπει να τελειώνει με το σφύριγμα της λήξης, που σηματοδοτεί την επιστροφή από το παιδικό μας δωμάτιο στον πραγματικό κόσμο.