Αν δεν υπήρχαν τα κλιματιστικά, οι νεκροί από τη ζέστη θα ήταν περισσότεροι από εκείνους που πήρε μαζί της η πανδημία. Γιατί πλέον ο ήλιος δεν σε καίει απλώς. Σου προκαλεί πόνο. Σωματικό και ψυχικό. Και όμως αντέχεις. Στον δρόμο ή στο λεωφορείο. Στο μετρό και στον Ηλεκτρικό σε βαγόνια που δεν κλιματίζονται. Στο σπίτι όπου γνωρίζεις ότι θα βογκήξεις σαν το παλιό σου κλιματιστικό όταν έρθει ο λογαριασμός του ρεύματος. Κάθεσαι στο μπαλκόνι και κάνεις αέρα με ένα παλιό σταυρόλεξο.
Το κορμί σου είναι μουσκεμένο από τον ιδρώτα. Και αν ζεις σε πόλη, το μηχανάκι με την κομμένη εξάτμιση σου θυμίζει ότι βρίσκεσαι σε μία από τις πιο θορυβώδεις περιοχές της Ευρώπης. Δεχόμαστε, λέει, επιβάρυνση μεγαλύτερη από 75 ντεσιμπέλ, πάνω από το όριο που μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος. Την ακούμε κανονικά, κατά το λαϊκώς λεγόμενο. Και έτσι όπως είσαι στο μπαλκόνι, πνιγμένος σε δύσοσμο ιδρώτα και θόρυβο, σκρολάρεις στα social και βρίσκεσαι εγκλωβισμένος ανάμεσα σε φωτογραφίες από διακοπές διασήμων και τοξικά σχόλια ανωνύμων. Η ζωή σου. Αν είναι ζωή αυτό.
Σας φαίνεται πολύ μαύρο. Μπορεί να το βρίσκετε υπερβολικό. Ωστόσο, πιστέψτε με, είναι η καθημερινότητα των πολλών. Το ξέρουμε, δεν χρειάζεται να βάλουμε κάτω τα στοιχεία για την κατανάλωση ψυχοφαρμάκων και παράνομων ουσιών. Τα λύματα της Ψυττάλειας, όσο βρωμερά και αν είναι, δείχνουν την καθαρή αλήθεια. Και μετά καθόμαστε εμείς και γράφουμε, καλή ώρα, για το έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική. Ετσι όμως παραβλέπουμε κάτι πολύ απλό και θεμελιώδες.
Ο μέσος άνθρωπος πιστεύει πλέον ότι τα προβλήματά του δεν έχουν πολιτική λύση. Η ζέστη, οι καθημερινές νευρώσεις, η τοξικότητα, η βλακεία που φύεται παντού σαν μύκητας, το επίπεδο ζωής που φθίνει συνέχεια. Οι πόλεις που έγιναν αβίωτες. Εχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο το οποίο ξεπερνάει την πολιτική. Ναι, βέβαια, υπάρχει η ακρίβεια, οι άθλιες παροχές προς τον πολίτη, η παραπαίουσα Υγεία, η διαφθορά, η εγκληματικότητα. Αυτά είναι πολιτικά. Ωστόσο σταδιακά η οργή δίνει τη θέση της στην παραίτηση. Και καθώς κανένας δεν πιστεύει πλέον στα παραμύθια, η ελπίδα αντικαθίσταται από κυνισμό.
Πήγε κόσμος να δει τον Κασσελάκη, να του πει τα προβλήματά του. Το μόνο που, στην πραγματικότητα, τους προσέφερε ήταν ένα ποτήρι νερό και κλιματιζόμενο χώρο. Αν πετάξεις από την εικόνα τα λαϊκίστικα εφέ, αυτό που βλέπεις είναι τραγικό. Να πηγαίνεις με το αναπηρικό αμαξίδιο για να πεις το θέμα σου στον Κασσελάκη. Και μέσα σου να σιγοκαίει μία ελπίδα για αίσια έκβαση. Πρέπει να είσαι στα αλήθεια απελπισμένος για να φτάσεις εκεί.
Ωστόσο, εδώ που τα λέμε, αυτό που έκανε ο Κασσελάκης, όσο λαϊκίστικο και αν δείχνει, έδωσε μια γεύση της πολιτικής όπως θα έπρεπε να είναι. Να ακούει τα προβλήματα των πολιτών, προσπαθώντας να βρει λύσεις. Αλλά με τι ασχολείται, στα αλήθεια, η πολιτική στις μέρες μας; Ο ένας προσπαθεί να ζαχαρώσει το χάπι στους δεξιούς, οι άλλοι έχουν τα ασυμβίβαστα του Δούκα και το ξεκατίνιασμα της διαδοχής και κάποιοι ζητούν να διαγραφεί ο Σπίρτζης ενώ τα μουστάκια του Πολάκη γεμίζουν αφρούς. Αυτή είναι η πολιτική επικαιρότητα των ημερών. Γιατί να ασχοληθείς μαζί της εν μέσω καύσωνα; Φουντώνεις περισσότερο.
Και κάπως έτσι, λοιπόν, όσοι μπορούν αναχωρούν για διακοπές, φτύνοντας αίμα για να τις πληρώσουν, μεταφέροντας σε παραλίες τα άγχη και τις νευρώσεις της πόλης, βρίζοντας πατόκορφα ακτοπλόους, τουρίστες, εστιάτορες και ιδιοκτήτες δωματίων. Διότι δεν υπάρχει περίπτωση να ξεκινήσεις για διακοπές και να μη σιχτιρίσεις. Και όμως, το θέλεις, θα το δοκιμάσεις. Θα πάρεις, έστω, μία γεύση και ας σου βγει πικρή. Γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, έτσι έχεις μάθει.
Θέλεις τη θάλασσα και το νησί. Για να πάει ένα ζευγάρι στη Νίσυρο, μαζί με αυτοκίνητο, θέλει 650 ευρώ. Θα φύγει από τον καύσωνα της Αθήνας και θα πάει σε έναν χειρότερο. Και δεν σκέφτεται καν να αναζητήσει τη λύτρωση στο βουνό. Εκεί στη Σαμαρίνα που, κατά το δημώδες άσμα, μπορεί τα παιδιά της να είναι καημένα και λερωμένα, σίγουρα πάντως δεν είναι ιδρωμένα.