«Λοιπόν, εδώ είμαστε, κύριε Πίλγκριμ, παγιδευμένοι στο κεχριμπάρι αυτής της στιγμής. Δεν υπάρχει γιατί». Αυτή η φράση του Κερτ Βόνεγκατ από το Σφαγείο Νο 5 μοιάζει απλή – και είναι. Αλλά ταυτόχρονα ανοίγει ένα παράθυρο σε κάτι βαθύτερο: πώς ζούμε τον χρόνο και πώς κατοικούμε τη στιγμή.
Το κεχριμπάρι είναι απολιθωμένη ρητίνη, κάτι που κάποτε έρρεε και τώρα έχει παγώσει. Κι όμως, ό,τι εγκλωβίστηκε μέσα του – ένα έντομο, ένα φύλλο, ένα κομμάτι ζωής – παραμένει εκεί. Αλλοιωμένο και άθικτο μαζί. Η εικόνα του Βόνεγκατ δεν είναι τυχαία. Μας λέει ότι οι στιγμές μας, αυτές οι φαινομενικά ασήμαντες κάποιες φορές στιγμές, παγιδεύονται μέσα μας. Και τις κουβαλάμε. Χωρίς να ξέρουμε τον λόγο.
Στην καθημερινότητα, μας κατακλύζουν τα «γιατί»: γιατί συνέβη αυτό, γιατί σε μένα, γιατί τώρα; Θέλουμε αιτίες, λογική, εξηγήσεις. Όμως, πολλές φορές, η ζωή δεν προσφέρει τέτοιες απαντήσεις. Η φράση «δεν υπάρχει γιατί» δεν σημαίνει αδιαφορία. Σημαίνει αναγνώριση του μυστηρίου. Μερικά πράγματα απλώς είναι. Όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η μνήμη. Και, δυστυχώς, η νόσος.
Ο γάλλος φιλόσοφος Γκαστόν Μπασλάρ έλεγε πως η φαντασία μας δεν κινείται μόνο προς τα μπρος, αλλά και προς το εσωτερικό. Ζούμε τις στιγμές σαν δωμάτια, τις κουβαλάμε μέσα μας σαν σπίτια που κάποτε κατοικήσαμε. Το κεχριμπάρι του Βόνεγκατ είναι ακριβώς αυτό: μια ποιητική εικόνα της εσωτερικής μας εμπειρίας του χρόνου. Δεν προχωράμε μόνο προς τα μπροστά. Μερικές στιγμές μάς κρατούν. Και ίσως αυτές να είναι οι σημαντικότερες.
Στην εποχή της ταχύτητας, της εξήγησης, της συνεχούς κίνησης, για να έχουμε μια στοιχειώδη σχέση με τον φυσιολογικό μας ρυθμό και τις ανάγκες της ψυχής αλλά και του σώματος, χρειαζόμαστε να σταθούμε. Να αποδεχθούμε ότι δεν έχουν όλα «γιατί». Κι ότι αυτό δεν είναι απειλή, αλλά χώρος για σκέψη, συναίσθημα – και ποίηση. Πολυτέλειες; Καθόλου. Μερικές στιγμές απλώς είναι. Και γι’ αυτό ακριβώς, αξίζουν.
Ίσως, τελικά, αυτές οι στιγμές είναι που μας διαμορφώνουν περισσότερο από κάθε λογική πορεία. Όχι τα μεγάλα γεγονότα, ούτε οι αποφάσεις που τις συνοδεύουν, αλλά οι σιωπές ανάμεσά τους. Ένα βλέμμα, μια απώλεια, μια φράση που ειπώθηκε – ή που δεν ειπώθηκε ποτέ.
Μένουν εκεί, μέσα μας, σαν έντομα στο κεχριμπάρι, φωτισμένα από έναν εσωτερικό ήλιο που δεν γνωρίζει ούτε ώρα ούτε ημερομηνία. Η αποδοχή της στιγμής χωρίς «γιατί» είναι πράξη ωριμότητας. Είναι η σπάνια ικανότητα να ζούμε όχι για να εξηγούμε, αλλά για να νιώθουμε. Και να συνεχίζουμε. Σε αυτόν τον υπέροχο κόσμο.