Στο Γ’ Τμήμα του ισχύοντος Συντάγματος, και στα έξι κεφάλαια που το απαρτίζουν (άρθρα 51-80), περιλαμβάνονται ορισμοί για την ανάδειξη και τη συγκρότηση της Βουλής, για τα μέλη της, για την οργάνωση και τη λειτουργία της, για την άσκηση του νομοθετικού έργου. Σε επιλογές τους συγκεντρώθηκε το ενδιαφέρον της δεύτερης, το 2001, και της τέταρτης, το 2019, αναθεώρησης του Συντάγματος.
Γι’ αυτό τα θέματα που θα μπορούσαν να απασχολήσουν τη νέα, πέμπτη μεταπολιτευτικά, αναθεωρητική πρωτοβουλία είναι σαφώς περιορισμένα. Διατρέχοντας το σώμα του Καταστατικού Χάρτη, εντοπίζονται πάντως και άλλες συνταγματικές διατάξεις αφιερωμένες στη Βουλή, όπως λ.χ. στη διάλυσή της (άρθρο 41 παρ. 1 και 2) ή στην επιλογή των μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών (άρθρο 101Α παρ. 2). Και αυτές δεν ξέφυγαν κατά το παρελθόν από την προσοχή του αναθεωρητικού νομοθέτη.
Την εκκίνηση της διαδικασίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος προτείνουν πενήντα (50), τουλάχιστον, βουλευτές. Υπό την επικρατούσα κατανομή δυνάμεων, τις εν λόγω ποσοτικές προδιαγραφές διαθέτει αυτοτελώς μόνον η κυβερνητική πλειοψηφία. Μέλη της στον καθορισμένο αριθμό μπορούν μετά την 28η Νοεμβρίου 2024, αν το δέλεαρ των «δεσμευμένων συνδυασμών» (λίστα) δεν προκαλέσει σύντομα πρόωρες εκλογές, να υποβάλουν, παραδεκτώς, την πρότασή τους.
Αντιθέτως, η εκδήλωση όμοιας πρωτοβουλίας από την αντιπολίτευση απαιτεί τη σύμπραξη περισσότερων, όχι αναγκαστικά δύο, κοινοβουλευτικών ομάδων. Στην περίπτωση που επιτευχθεί, η τύχη της διαγράφεται με βεβαιότητα. Η μία ή οι περισσότερες προτάσεις που θα υποβληθούν το πιθανότερο θα απορριφθούν.
Οι επιλογές στην πρόταση των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας για τη Βουλή πιθανολογείται ότι θα αντληθούν μεταξύ όσων κατά το παρελθόν δεν είχαν υιοθετηθεί και των διατυπωμένων από εκείνους που φέρονται ήδη να την επεξεργάζονται «τεχνοκρατικά». Εντοπίζονται, κατά βάση, σε ζητήματα εκτός του Γ’ Τμήματος του Συντάγματος.
Αναφέρονται, ιδίως, η εξάντληση, κατ’ αρχήν, της τετραετούς βουλευτικής περιόδου, η διατήρηση ως λόγου διάλυσης της Βουλής της αδυναμίας να αναδείξει από τις τάξεις της βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα και η εκλογή της νέας υποχρεωτικά για τον απομένοντα χρόνο. Η υπερψήφισή τους μπορεί να θεωρείται δεδομένη κατά την πρώτη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας, πρέπει όμως να συνοδευτεί με την κατάργηση της αιτιώδους διάλυσης της Βουλής μετά από πρόταση της θητεύουσας κυβέρνησης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Πρόκειται για τον λόγο που προκάλεσε μεταπολιτευτικά τις ένδεκα από τις συνολικά δεκαεννέα γενικές βουλευτικές εκλογές.
Την πέμπτη αναθεώρηση του Συντάγματος επιβάλλεται να απασχολήσει ένα ακόμη ζήτημα. Η στελέχωση των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών δεν είναι ορθό, ούτε και σκόπιμο, να αφήνεται στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Δηλαδή σε ένα συλλογικό όργανο το οποίο δεν διαθέτει γνωστή εκ των προτέρων και σταθερή σύνθεση.
Η απαίτηση της ειδικής αυξημένης πλειοψηφίας των τριών πέμπτων (3/5) των μελών της για την επιλογή μπορεί να προϋποθέτει ευρύτερες συναινέσεις. Ωστόσο, η βάση για τον υπολογισμό της διαμορφώνεται κάθε φορά αναλόγως του εκλογικού αποτελέσματος, του επικρατούντος συσχετισμού δυνάμεων και, εν τέλει, της βούλησης της κυβέρνησης. Σχετική πρόταση δεν πιθανολογείται πάντως ότι θα υποβληθεί από τη συμπολίτευση. Αλλά και αν ακόμη προταθεί παραδεκτώς από την αντιπολίτευση, η κατάληξή της δεν θα κρύβει εκπλήξεις.
Ο κ. Θανάσης Γ. Ξηρός είναι δικηγόρος, διδάκτωρ Νομικής.