To 2016 ψηφίστηκε τροπολογία που ανέθετε τη διενέργεια των διαγωνισμών για τις τηλεοπτικές άδειες στον υπουργό Τύπου. Η διάταξη κρίθηκε το 2017 αντισυνταγματική από το ΣτΕ ως προς την ουσία της. Η τροπολογία κατατέθηκε εκπρόθεσμα (την παραμονή, στις 21.45 το βράδυ) σε άσχετο νομοσχέδιο, το οποίο αφορούσε διεθνή συμφωνία με τη Λευκορωσία για τις διεθνείς µεταφορές και συζητείτο με συνοπτική διαδικασία.
Το 2021 ήρθε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος νομοσχέδιο για τη δημόσια υγεία από τις συνέπειες της πανδημίας. Λίγες ώρες πριν από την ψηφοφορία κατατέθηκε άσχετη τροπολογία που καταργούσε το δικαίωμα ενημέρωσης σε άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Και αυτή η διάταξη κρίθηκε αντισυνταγματική στην ουσία από το ΣτΕ, στη γνωστή υπόθεση Ανδρουλάκη. Τι δεν πάει καλά; Είναι η έλλειψη θεσμικών αντανακλαστικών; Είναι ο κυνισμός ότι όταν έρθει η αντιπολίτευση στην εξουσία θέλει τα χέρια της ελεύθερα; Μπορεί να γίνει κάτι σε επίπεδο συνταγματικής αναθεώρησης;
Κατ’ αρχάς, πρέπει να αναγνωρίσουμε την ευχέρεια που πρέπει να έχει η εκάστοτε κυβέρνηση να συντονίζει τη νομοθετική δράση και να αποφεύγει την κωλυσιεργία. Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα προϋποθέτει λειτουργική σχέση ανάμεσα στην εκτελεστική και στη νομοθετική εξουσία. Αλλιώς τα γρανάζια του δεν λειτουργούν. Ωστόσο οι ανάγκες του κοινοβουλευτισμού δεν απαιτούν τέτοια νομοθέτηση. Και δεν πρόκειται μόνο για τις ακραίες περιπτώσεις.
Εξίσου προβληματίζει η συλλήβδην συζήτηση όλων των άρθρων (ενίοτε ασύνδετων) ή η σύντμηση των προθεσμιών που επιτρέπουν ένα επείγον νομοσχέδιο (προσοχή: όχι κατεπείγον) να ψηφίζεται ακόμη και την ίδια εβδομάδα που κατατίθεται. Ή οι τροπολογίες που κατατίθενται μία ή δύο ημέρες πριν από την έναρξη της συζητήσεως, ώστε να έχουμε de facto κατεπείγουσα διαδικασία και δίχως δυνατότητα ανάγνωσης σε κοινοβουλευτική επιτροπή.
Ολα αυτά συχνά συνεπάγονται όχι ταχύρρυθμη διεξαγωγή, πράγμα επιθυμητό, αλλά ταχύρρυθμη διεκπεραίωση του νομοθετικού έργου. Είναι επομένως αναγκαία η αναπροσαρμογή της διαδικασίας στο Σύνταγμα ώστε να διασφαλίζεται ορθολογικότητα, διαφάνεια και δυνατότητα τα αμφισβητούμενα ζητήματα να αναδεικνύονται επαρκώς και να είναι καθαρή η δημόσια αντιπαράθεση.
Προκειμένου να αποφευχθεί η κωλυσιεργία της αντιπολίτευσης, σημείο-κλειδί είναι να διακρίνονται εκείνα τα ζητήματα με τα οποία πρέπει να ασχολείται η Ολομέλεια από το πλήθος των διατάξεων. Και αν είναι αναγκαία κάπου η κατεπείγουσα διαδικασία, να επανέρχεται το ζήτημα στη Βουλή προς ώριμη επιβεβαίωση. Η νέα κατάστρωση της διαδικασίας πρέπει να συνοδεύεται με σαφείς εγγυήσεις τηρήσεως στο πλαίσιο διακομματικού προεδρείου και αμφότερα να τεθούν ρητά στο Σύνταγμα.
Αντίστοιχα, να υπάρχει δικαστικός έλεγχος τηρήσεως εκείνων των ρυθμίσεων που κατοχυρώνουν τη θεσμική ισορροπία και υπερβαίνουν τη σφαίρα θεμιτής επιρροής της εκάστοτε πλειοψηφίας.
Με μία επιφύλαξη. Το Σύνταγμά μας έχει αστοχίες. Ομως μπορεί να γίνει χειρότερο. Αν υπερψηφιστεί μια διάταξη με 180 βουλευτές στην πρώτη Βουλή, αρκούν 151 για να αποφασίσουν πώς θα αναθεωρηθεί στη δεύτερη.
Ποιος επομένως θα ολοκληρώσει την αναθεώρηση; Τι γίνεται αν, στο όνομα της κυβερνητικής σταθερότητας, κληθούν ως κυβερνητικοί εταίροι αντισυστημικές, φοβικές δυνάμεις;
Η διασφάλιση ορθολογικού κοινοβουλευτισμού απαιτεί πρωτίστως κάτι διαρκές και επίμονο: ισχυρά θεσμικά αντανακλαστικά. Αν τα απολέσουμε, καμία αναθεώρηση δεν μας σώζει.
Ο κ. Νίκος Παπασπύρου είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.