Πρόσφατα, δύο εμβληματικές νομοθετικές επιλογές της κυβέρνησης, η καθεμία για άλλους λόγους, κρίθηκαν ως προς τη συνταγματικότητά τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Πρόκειται για τον νόμο που αναγνώρισε δικαίωμα γάμου και στα ομόφυλα ζευγάρια και κυρίως δικαίωμα απόκτησης παιδιών, αλλά και τον νόμο που επέτρεψε, παρά τη συνταγματική απαγόρευση, την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων ή, ορθότερα, τη δυνατότητα σε αλλοδαπά πανεπιστημιακά ιδρύματα να ιδρύουν παραρτήματα στη χώρα μας.

Το ανώτατο δικαστήριο θα εκδώσει αποφάσεις και για τους δύο νόμους το αργότερο ως το τέλος της τρέχουσας δικαστικής χρονιάς, δηλαδή τον προσεχή Ιούνιο, όπως δήλωσε ότι θα προσπαθήσει ο πρόεδρος του δικαστηρίου Μιχάλης Πικραμένος, αφήνοντας πίσω πρακτικές όπου, για μείζονος σημασίας νομοθετήματα, πολλές αποφάσεις είχαν εκδοθεί από το ΣτΕ καιρό μετά την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων.

Με αφορμή τις δύο αυτές δίκες, σημαντικές χωρίς αμφιβολία, επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση, έστω και ανάμεσα σε ειδικούς, το μείζονος σημασίας θέμα αν θα είναι χρήσιμο στην προσεχή αναθεώρηση να ιδρυθεί και στη χώρα μας Συνταγματικό Δικαστήριο, που θα ελέγχει τη συνταγματικότητα ή μη των νόμων, με αποτέλεσμα έτσι να αποφεύγεται – όπως υποστηρίζουν όσοι τάσσονται υπέρ της ίδρυσής του – η δημιουργία τετελεσμένων που ανατρέπονται μετά από καιρό, όταν πια ένας νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός, προκαλώντας σημαντικά κοινωνικά αλλά και οικονομικά προβλήματα και αδιέξοδα.

Το «ναι ή όχι» στην ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν είναι ούτε απλή συζήτηση και περισσότερο δεν είναι καθόλου απλή η όποια απόφαση εν όψει της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης. Ηδη ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, μιλώντας στο Φόρουμ των Δελφών, υποστήριξε πως η χώρα μας δεν μπορεί να σηκώσει ένα τέτοιο δικαστήριο, ενώ ο επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννης Σαρμάς τάχθηκε υπέρ της ίδρυσής του μιλώντας στο ίδιο Φόρουμ.

Το θέμα είναι σοβαρό και θα συζητηθεί και εν όψει της συνταγματικής αναθεώρησης. Πάντως ένα είναι σίγουρο. Η νομοθέτηση από τις εκάστοτε κυβερνήσεις νόμων, που κρίνονται αντισυνταγματικοί μετά από καιρό, είναι ένα τεράστιο ζήτημα που οφείλει να απασχολεί τις κυβερνητικές πλειοψηφίες και όχι μόνο. Το πρόσφατο παράδειγμα του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού που ψηφίστηκε το 2012 και κρίθηκε αντισυνταγματικός το 2024 τα λέει όλα. Εκατοντάδες ιδιοκτήτες ακινήτων βρέθηκαν στο κενό, εκατοντάδες υπέστησαν οικονομικές ζημιές, άλλοι ενεπλάκησαν σε δικαστικές διαμάχες και άλλοι επωφελήθηκαν.

Αν οι νόμοι που ψηφίζονται δεν πατούν σε συνταγματικά ποδάρια, τότε είναι δύσκολο να μιλάμε για ασφάλεια δικαίου και για εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος και στο πολιτικό μας σύστημα. Αλλιώς δεν είναι δύσκολο να μιλάμε για κράτος δικαίου και για εμπιστοσύνη των πολιτών στους νόμους και στο πολιτικό μας σύστημα.