Αν θυμάμαι καλά, ο πατέρας του Πρωθυπουργού μας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε χαρακτηριστεί άτυχος, ή επί το λαϊκότερον γκαντέμης.
Φοβούμαι ότι υφίσταται κληρονομικότητα, αφού ανάλογος χαρακτηρισμός θα μπορούσε να ισχύσει και για τον γιο του. Επί της πρωθυπουργικής θητείας του έχουν επισυμβεί
α) η πανδημία του κορωνοϊού,
β) πυρκαγιές που αφάνισαν τη Βόρεια Εύβοια, τμήμα της Πάρνηθας, τα παρθένα δάση του Εβρου και τα δάση της Ρόδου,
γ) οι αλλεπάλληλες θεομηνίες του Daniel και του Elias και οι πλημμύρες που έπνιξαν σχεδόν ολόκληρη τη Θεσσαλία, διέλυσαν υποδομές και ολόκληρους οικισμούς, εξαφάνισαν καλλιέργειες και έπνιξαν χιλιάδες πρόβατα, αίγες, αγελάδες και όρνιθες,
δ) η πυρκαγιά στη Νέα Αγχίαλο που προκάλεσε έκρηξη βλημάτων στις ανεπαρκώς φυλασσόμενες αποθήκες,
ε) η ανθρωπιστική αποστολή στη Λιβύη που βρήκε τραγικό θάνατο, στ) το πυροσβεστικό αεροπλάνο που κατέπεσε χωρίς να γλιτώσουν οι δύο πιλότοι του,
ζ) η οπαδική βία που αφαίρεσε την ζωή από δύο παλικάρια. Και ποιος ξέρει ποια θα είναι η συνέχεια. Ακόμα και ο πειραματισμός στη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου κατέληξε σε αποπομπή δύο υπουργών (Μηταράκη και Βαρβιτσιώτη) ενώ φημολογούνται και νέες εκπαραθυρώσεις.
Εν προκειμένω όμως μπορεί οι καρατομήσεις υπουργών να μην οφείλονται στην κακοτυχία του Πρωθυπουργού, αλλά μάλλον στους πειραματισμούς του, οι οποίοι απέδειξαν μάλλον αναποτελεσματικό το επιτελικό κράτος που εδρεύει στο Μέγαρο Μαξίμου, αλλά και στον ιδιότυπο ανασχηματισμό, όπου όλοι οι υπουργοί άλλαξαν υπουργείο εκτός της υπουργού Πολιτισμού κυρίας Μενδώνη. Ετσι εύλογα διερωτάται κανείς: Μόνο η κυρία Μενδώνη ήταν επιτυχημένη και αναντικατάστατη; Και άρα οι υπόλοιποι άλλαξαν υπουργείο για να δοκιμαστούν καλύτερα, αλλά με κίνδυνο να αποτύχουν; Γιατί π.χ. να αλλάξει υπουργείο ο κ. Πιερρακάκης, ο θαυματοποιός στην ψηφιοποίηση των λειτουργιών του κράτους, πριν ολοκληρώσει το τόσο σημαντικό έργο του;
Το νέο κυβερνητικό σχήμα ήγειρε και το ερώτημα κατά πόσον επιζητείται η αποτελεσματικότητα των νέων υπουργών. Ο πολυμαθής και χαρισματικός καθηγητής κ. Καιρίδης ευθύς μόλις ανέλαβε το κρίσιμο υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής διατύπωσε μία πολυσήμαντη πρακτική πρόταση: Αφού ήδη ζουν στην Ελλάδα γύρω στις 300.000 παράτυποι μετανάστες, που μιλούν ελληνικά, τους γνωρίζουμε και μας γνωρίζουν, γιατί να μην τους δώσουμε την ευκαιρία να εργαστούν νόμιμα στη χώρα μας; Θα κάλυπταν αμέσως και αποτελεσματικά, όπως παλαιότερα οι Αλβανοί που εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας, τις ανάγκες για εργατικά χέρια, που αναζητούνται απελπισμένα στην αγροτική μας οικονομία και όχι μόνο. Ομως αυτή τη λαμπρή ιδέα, που θα έλυε εν μέρει τουλάχιστον ένα μείζον οικονομικό πρόβλημα της χώρας μας, μόλις άρχισαν κάποιες γκρίνιες και επικρίσεις από βουλευτές και σχολιαστές ο κ. Πρωθυπουργός, φοβούμενος το πολιτικό κόστος, τη ματαίωσε.
Δυστυχώς την κακοτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη συνοδεύει και ο δισταγμός σε τολμηρά και απολύτως αναγκαία έργα. Αλλωστε ακόμα και όταν νομοθετεί εν συνεχεία συχνά δεν τολμά να εφαρμόζει τους νόμους της από τον φόβο του διαβόητου πολιτικού κόστους.
Ορθά ο Κώστας Καλλίτσης επισημαίνει («Καθημερινή», 1/10) ότι «μολονότι η σημερινή κυβέρνηση του 41% έχει συχνά νομοθετήσει πρόσφορα μέτρα διά την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων, δεν τολμά να τα εφαρμόσει, ακόμα και χωρίς σοβαρή αντιπολίτευση, φοβούμενη τον ίσκιο της ή προτιμά να μη χαλάει καρδιές παρά να είναι χρήσιμη». Κρίμα.