Κάποτε, καθώς μιλούσα με τον δάσκαλό μου, τον καθηγητή λαογραφίας Μ. Γ. Μερακλή, για τα όσα παρατηρούσα στην καθημερινότητα των Τσιγγάνων, με διέκοψε ξαφνιασμένος: «Μα πού είναι ο «Aλλος»; Ο διαφορετικός πού είναι; Οι Τσιγγάνοι είναι πιο Eλληνες από τους Eλληνες!». Ο Μερακλής, μετά από χρόνια μελέτης του λαϊκού πολιτισμού, διαπίστωνε ότι τα στοιχεία που εξέθετα χαρακτήριζαν τη ζωή σε παλαιότερες εποχές.
Πράγματι. Τα δεδομένα της έρευνας ανακαλούσαν και στη δική μου μνήμη γνώσεις και εμπειρίες οι οποίες δεν είχαν σχέση με την τσιγγάνικη κοινωνία. Hταν στοιχεία που έφερναν στον νου τις παραδοσιακές μας κοινωνίες, όπου υπήρχε συλλογικότητα και το άτομο οριζόταν περισσότερο ως μέλος της οικογένειας παρά ως αυτόνομη προσωπικότητα. Η ερώτηση «τίνος είσαι;» φανερώνει ότι για τη γνωριμία απαιτείται πρωτίστως ο προσδιορισμός της καταγωγής.
Στην τσιγγάνικη οικογένεια γεννιούνται παιδιά και κορίτσια, όπως έλεγαν παλαιότερα οι μη-τσιγγάνοι, όταν η προίκα γραφόταν στο προικοσύμφωνο. Τα ομηρικά έδνα έπαιρναν τη μορφή της «εξαγοράς της νύφης» στην ύπαιθρο, καθώς οι γονείς μπορούσαν να ζητήσουν χρήματα για να δώσουν την κόρη τους, εφόσον με την εγκατάστασή της στο σπίτι του γαμπρού θα στερούνταν εργατικών χεριών. Αυτά ξεχάστηκαν όμως και εύκολα οι Τσιγγάνοι κατηγορούνται ότι με τον γάμο των παιδιών τους συνάπτουν και οικονομικές συμφωνίες.
Τα έθιμα του γάμου είναι όμοια με εκείνα της ελληνικής επαρχίας και σ’ ό,τι αφορά τη μαντική, ο καθηγητής Γ. Α. Μέγας παραθέτει σαράντα περίπου είδη μαντικής τέχνης με τα οποία ασχολούνταν οι κάτοικοι της υπαίθρου.
Βεβαίως διαφορές υπάρχουν, όπως υπάρχουν και ομοιότητες των Ελλήνων Τσιγγάνων με τους Τσιγγάνους άλλων χωρών. Οι Τσιγγάνοι ξεκίνησαν από τις βορειοδυτικές Ινδίες τον 8ο ή 9ο αιώνα, και αυτό το ξέρουμε γιατί η γλώσσα τους (ρομανί) είναι συγγενής των ινδικών χιντί. Η άποψη ότι κατάγονται από την Αίγυπτο (Αιγύπτιος, Γύφτος) δεν ευσταθεί διότι η γλώσσα τους δεν έχει αραβικά στοιχεία. Πιθανώς ανήκαν στις κατώτερες κάστες και μετά από αποτυχημένες εξεγέρσεις κάποιες ομάδες με επονομασίες Τζοτ, Τζατ, Νούρι, Ντομ… αναγκάστηκαν να φύγουν προς τη Δύση. Εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη και μετά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου έφτασαν και στην Αμερική. Στο Βυζάντιο έφτασαν τον 11ο αιώνα και τους δόθηκε η επονομασία Αθίγγανος, ανέγγιχτος (θιγγάνω=αγγίζω), γιατί η Εκκλησία τους συνέδεσε με μια αίρεση που θεωρούνταν μιαρή.
Παντού δέχονταν ρατσιστικές εκδηλώσεις και οι Ναζί υπολογίζεται ότι εξόντωσαν γύρω στους 600.000 στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Η άγνωστη καταγωγή τους, η γλώσσα τους, το ντύσιμό τους, τα επαγγέλματα και οι συνεχείς μετακινήσεις τους ήταν ακατανόητα για τους μη-τσιγγάνους, που έβλεπαν με καχυποψία τους σκουρόχρωμους ανθρώπους που περνούσαν, έμεναν για λίγο και συνέχιζαν την πορεία τους…
Στην Ελλάδα οι Τσιγγάνοι ζουν από τον 14ο αιώνα, αλλά δεν έχουν ενσωματωθεί στην ευρύτερη κοινωνία και εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως διαφορετικοί. Τα πολιτισμικά στοιχεία, που έμαθαν από την ευκαιριακή συμμετοχή τους ως μουσικοί και χαλκιάδες στη ζωή της ελληνικής υπαίθρου, δεν αναφέρονται συνήθως. Oμως εκείνοι τα κράτησαν καθώς μένουν σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως γίνεται πάντα με τους ανθρώπους που νιώθουν «άλλοι» και αναζητούν τον δικό τους για να μείνουν κοντά του. Αυτό έχει ως συνέπεια την άσκηση έντονου κοινωνικού ελέγχου που δεν αφήνει εύκολα περιθώρια για αλλαγές΄ η κοινωνία τους παραμένει «κοινωνία της ντροπής» και το «τι θα πει ο κόσμος;» οριοθετεί συμπεριφορές.
Παρά τις αναφερόμενες ομοιότητες ανάμεσα σε ανθρώπους που επί αιώνες ζουν μαζί και χώρια, συνήθως τονίζονται οι διαφορές διαιωνίζοντας προκαταλήψεις και στερεότυπα που μπορεί να λειτουργήσουν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία και υιοθέτηση του ρόλου που τους αποδίδεται.
Σήμερα οι Τσιγγάνοι ονομάζονται διεθνώς Ρομά. Oμως η επονομασία συμπεριλαμβάνει διάφορες υποομάδες όπως Ρουντάρι, Σίντι, Μανούς, Χιτάνο, Καλντεράς κ.ά., ενώ στη Γαλλία αυτοπροσδιορίζονται ως Ταξιδιώτες, παρά το ότι είναι μόνιμα εγκατεστημένοι, διότι θεωρούν ότι ο όρος Ρομά έχει υποτιμητική χροιά.
Εδώ τους λέμε Τσιγγάνους, Γύφτους, Ρομά… Oμως εκείνοι φωνάζουν απεγνωσμένα στις τηλεοράσεις κάθε φορά που κάτι συμβαίνει στις περιοχές τους και αισθάνονται έκθετοι μπροστά στην εξουσία της ευρύτερης κοινωνίας η οποία τους υποτιμά: «Είμαστε Ελληνες πολίτες, Ελληνες Τσιγγάνοι… Πάμε στον στρατό… Ψηφίζουμε…». Ας τους ακούσουμε…
Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.