Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τον Δημήτρη Μαλλιαρόπουλο, που είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας της Ελλάδος, chief economist, όπως θα έλεγε και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει στις διαπιστώσεις του ότι «η εφαρμογή των μνημονίων είχε πολύ υψηλό κόστος σε όρους εισοδήματος και απασχόλησης, αν και πέτυχε να θεραπεύσει τις μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες, να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και να υλοποιήσει σειρά μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων».
Πλέον το ζητούμενο είναι το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας που πρέπει να βασίζεται στις επενδύσεις και στις εξαγωγές. Για την ενίσχυση και των δύο απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και, όσον αφορά τις επενδύσεις, η χρηματοδότηση.
Με άλλα λόγια, τι διαπιστώνει και τι λέει ο κ. Μαλλιαρόπουλος; Ο,τι πετύχαμε μέχρι σήμερα το πλήρωσαν οι εργαζόμενοι…
Και ερχόμαστε τώρα στο διά ταύτα. Τι πρέπει να γίνει για να περάσουμε στην επόμενη μέρα, στο νέο μοντέλο ανάπτυξης που επιβάλλουν οι καιροί και το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι, οι καταναλωτές αυτής της χώρας, έχουν εξαντληθεί.
Ολοι θα συμφωνούν ότι η αναδιάρθρωση της οικονομίας, και η επιτάχυνση της ανάπτυξης θα προσθέταμε, σκοντάφτει στην έλλειψη χρηματοδότησης από τον τραπεζικό τομέα, στην αδυναμία πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές και στο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που στηρίζεται στην υπερφορολόγηση εισοδημάτων και κάθε δραστηριότητας. Ολα αυτά είναι που πρέπει να αλλάξουν παράλληλα με τη βελτίωση της «διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας», η οποία καθορίζεται από την ποιότητα των θεσμών, τα δικαιώματα των επενδυτών και την ισχύ του νόμου (rule of law).
Δηλαδή το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της επόμενης μέρας σκοντάφτει σε όλα όσα σήμερα στην Ελλάδα έχουν καταρρεύσει.
Μήπως, όμως, ο κ. Μαλλιαρόπουλος πρέπει να είναι πιο ευθύς στον λόγο του. Να αποδώσει και να επιμερίσει ευθύνες για όλα όσα δεν έγιναν και δεν γίνονται στην κυβέρνηση, σε κόμματα, υπουργούς και τραπεζίτες.
Ποιος θεωρεί ότι μπορεί να τα αλλάξει όλα αυτά αν όχι το πολιτικό σύστημα και η Τράπεζα της Ελλάδος στους τομείς που εποπτεύει και την αφορούν.