Η υπόθεση των υποκλοπών όζει στην κυριολεξία. Και αυτό γιατί όλο το εκτεταμένο κύκλωμα των παράνομων παρακολουθήσεων σε βάρος υπουργών, πολιτικών, επιχειρηματιών, δημοσιογράφων και αθλητικών παραγόντων ακόμη, οριζόταν από δόλιους σκοπούς και επιδιώξεις και ήταν διασυνδεδεμένο με συμφέροντα, δυνάμεις και πρόσωπα που μπορούσαν να επιδράσουν από τις αρχές ασφαλείας μέχρι και την κορυφή διακυβέρνησης της χώρας.
Η έρευνα και το αυστηρά εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ, πλαισιωμένο από μαρτυρίες και ασφαλείς πληροφορίες, δεν αφήνουν πια καμία αμφιβολία για τα πρόσωπα που εισήγαγαν, εγκατέστησαν και ενεργοποίησαν το κακόβουλο λογισμικό στη χώρα μας, προσβάλλοντας και καταπατώντας το θεμελιώδες και συνταγματικά κατοχυρωμένο αγαθό της ασφάλειας των επικοινωνιών. Οπως και δεν υπάρχουν αμφιβολίες για τα πολιτικά πρόσωπα και τους υπηρεσιακούς παράγοντες που συνεργάστηκαν και συνέδραμαν αυτό το πολυπλόκαμο και αμαρτωλό κύκλωμα.
Ολα τα διαθέσιμα στοιχεία βεβαιώνουν ότι το κακόβουλο λογισμικό, ισραηλινής προέλευσης, έφθασε στην Αθήνα μέσω Κύπρου από συγκεκριμένους επιχειρηματίες, τους κ.κ. Γιάννη Λαβράνο και Φέλιξ Μπίτζιο, οι οποίοι είχαν αναπτύξει στην Ελλάδα παρόμοια «αγαθά και υπηρεσίες», ήταν συνδεδεμένοι με τις υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας και διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς και σχέσεις με τους προσφάτως παραιτηθέντες κ.κ. Γρηγόρη Δημητριάδη και Παναγιώτη Κοντολέοντα, γενικό γραμματέα του Πρωθυπουργού και διοικητή της ΕΥΠ αντίστοιχα.
Από το ρεπορτάζ προκύπτει καθαρά ότι ο κ. Δημητριάδης συνέδεσε τους συγκεκριμένους επιχειρηματίες με τον κ. Κοντολέοντα και εκείνος ήλθε σε επαφή μαζί τους πραγματοποιώντας συναντήσεις και επαφές στα γραφεία των εταιρειών τους. Οι επαφές ξεκίνησαν από τις αρχές του 2020 και διατηρήθηκαν ακέραιες επί μακρόν.
Πράγμα που βεβαιώνει ότι τα δύο εκδιωχθέντα πολιτικά και υπηρεσιακά στελέχη έδρασαν ως άλλοι καθοδηγητές και υποβολείς του σχήματος των απεχθών παρακολουθήσεων που παραβιάζουν το κράτος δικαίου, προσβάλλουν κατάφωρα το αγαθό της ασφάλειας των πολιτών και υποσκάπτουν τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Οσοι έχουν παρακολουθήσει εξαρχής την εξέλιξη του σκανδάλου είναι βέβαιοι για την εμπλοκή των παραπάνω προσώπων, τον διακριτό ρόλο τους και τις πολλές προσπάθειες συγκάλυψης της υπόθεσης, είτε αποκρύπτοντας είτε καταστρέφοντας αποδεικτικά στοιχεία και υλικά.
Με άλλα λόγια, είναι υπόλογοι και επιβάλλεται να παρουσιαστούν ενώπιον των επιτροπών της Βουλής και των δικαστικών αρχών βεβαίως. Στην περίπτωσή τους δεν χωρεί ούτε επίκληση του απορρήτου ούτε οτιδήποτε άλλο.
Είναι φανερό δε ότι η κυβέρνηση πιέζεται αφόρητα από το σκάνδαλο, καθώς υποσκάπτεται το κύρος και η αξιοπιστία της, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας. Ηδη τα πιο αξιόπιστα διεθνή μέσα ενημέρωσης επισημαίνουν χαρακτηριστικά ότι το σκάνδαλο υπονομεύει τη συντελεσθείσα πρόοδο και ξοδεύει το απόθεμα εμπιστοσύνης που με τόσους κόπους και τόσες θυσίες κερδήθηκε τα προηγούμενα τριάμισι χρόνια.
Η κυβέρνηση διακηρύσσει ότι πρόθεσή της είναι να έλθουν όλα στο φως και να αποκαλυφθεί πλήρως το σκάνδαλο που δηλητηριάζει την πολιτική ζωή της χώρας και θέτει εν αμφιβόλω τη σταθερότητά της.
Ωστόσο οι πράξεις της άλλα δηλώνουν. Αν πράγματι θέλει να εξιχνιαστεί το σκάνδαλο δεν έχει παρά να αφήσει τη Δικαιοσύνη να δράσει απερίσπαστη και να ελέγξει, όπως εκείνη γνωρίζει, τα κυρίαρχα και δεδομένα πια πρόσωπα του σκανδάλου. Προστασίες δεν χωρούν πλέον. Οι άμεσα εμπλεκόμενοι επιβάλλεται να απολογηθούν για τις επαίσχυντες πράξεις τους.
Είναι και μια ευκαιρία να καταπολεμηθούν τα μεγάλα διαχρονικά, διαρθρωτικού χαρακτήρα, ελλείμματα της ελληνικής πολιτικής. Κακά τα ψέματα, στο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων συμπυκνώνεται ακριβώς η πολιτική καθυστέρηση της χώρας. Ολα τα προβληματικά στοιχεία της πολιτικής μας ζωής, από τον νεποτισμό μέχρι το πλήθος των θεσμικών κενών, φανερώνονται με δραματικό τρόπο. Ας δράσουν λοιπόν οι κήρυκες της μεταρρύθμισης. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα…