Στη σημερινή συγκυρία, όλα τα στοιχεία και οι εκτιμήσεις διεθνών οίκων συμφωνούν πως οι ελληνικές τράπεζες ωφελούνται σημαντικά από τη συνεχόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ο δείκτης ρευστότητάς τους, που εξαρτάται από την πορεία των καταθέσεων των ιδιωτών, βρίσκεται σε συνεχή ανοδική πορεία από το 2019 και μετά, «εξοπλίζοντάς» τες με άφθονη ρευστότητα. Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Δημοσίου αναβαθμίζει και το αξιόχρεο των τραπεζών, οι οποίες θα μπορούν να δανείζονται με πιο χαμηλά επιτόκια.
Σε αυτό το πλαίσιο, το καθόλα ευοίωνο για τον τραπεζικό τομέα, δικαιολογημένα επανέρχονται με ένταση στον δημόσιο διάλογο δύο ερωτήματα. Πρώτον: πώς μπορούν να επιτελέσουν καλύτερα οι τράπεζες τον βασικό ρόλο τους που είναι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας; Δεύτερον: ο φθηνότερος δανεισμός για τις τράπεζες σημαίνει, όπως θα όφειλε, εξίσου φθηνό δανεισμό για τις επιχειρήσεις και ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση για τις μικρομεσαίες και τις πολύ μικρές; Οι απαντήσεις εξαρτώνται από τις αποφάσεις που χρειάζεται να λάβουν τόσο η Πολιτεία όσο και οι ίδιες οι τράπεζες, προκειμένου να διορθώσουν μία σειρά από αρρυθμίες που παρατηρούνται κατά τη διαδικασία μεταφοράς ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχει επεξεργαστεί το ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ, στην Ελλάδα η απόσταση μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, γνωστή και ως περιθώριο επιτοκίου, είναι υψηλότερη (3,37%) από ό,τι στην ευρωζώνη (1,62%). Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό δανείων προς καταθέσεις είναι πολύ χαμηλότερο στην Ελλάδα, και μάλιστα βαίνει μειούμενο. Αυτό το εύρημα υπογραμμίζει ουσιαστικά ότι οι εγχώριες τράπεζες, εκτός του ότι χρεώνουν υψηλά επιτόκια, δεν επιτελούν τον ουσιαστικό τους ρόλο, εκείνο των χορηγήσεων δανείων.
Κρίσιμο είναι και το θέμα των χρεώσεων των τραπεζών και μάλιστα σε μια σειρά από προϊόντα που στο παρελθόν θεωρούνταν αυτονόητα ότι τα παρείχαν οι τράπεζες χωρίς κόστος, όπως για παράδειγμα το άνοιγμα λογαριασμού. Ενώ τα έσοδα από προμήθειες φαίνονται σχετικά περιορισμένα στην Ελλάδα συγκριτικά με την Ευρώπη, σε δεύτερη ανάγνωση φαίνεται πως από το 2022 καταγράφουν συνεχή αύξηση. Μάλιστα τα έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 ταχύτερα (15,9%) έναντι των συνολικών λειτουργικών εσόδων (10,8%) την ίδια περίοδο.
Πέρα από την «αλήθεια των αριθμών», είναι ευρέως αποδεκτό πως μπροστά στο μεγάλο εθνικό στοίχημα για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, οι τράπεζες θα πρέπει να επανεξετάσουν με ειλικρινή διάθεση αυτοκριτικής τους τρόπους που τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσουν, όπως αρμόζει στον ρόλο τους, τον κεντρικό πυλώνα στήριξης των επιχειρήσεων.
Το σύγχρονο ελληνικό εμπόριο είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης της ελληνικής οικονομίας με το 16,8% της απασχόλησης, εκπροσωπώντας περισσότερες από 230.000 επιχειρήσεις όλων των μεγεθών και το 37,5% του συνολικού κύκλου εργασιών της οικονομίας. Η σχέση του τραπεζικού συστήματός τους με το εμπόριο θα είναι καθοριστική για την ολοκλήρωση του ψηφιακού μετασχηματισμού και της πράσινης μετάβασης του κλάδου. Η πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση είναι όρος επιβίωσης για όλες τις εμπορικές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους.
Ο κύριος Σταύρος Καφούνης είναι πρόεδρος της ΕΣΕΕ και του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών.