Η Μεταπολίτευση και οι συνδηλώσεις της, ο χρονότοπος 1974-2024 και οι συνθήκες της σημερινής πραγματικότητας βρίσκονται στο επίκεντρο του νέου βιβλίου του Γιώργου Βέλτσου που περιλαμβάνει πρόσφατα κείμενά του από «Το Βήμα». Στο παρακάτω απόσπασμα από τον πρόλογο ο συγγραφέας αναλύει το σκεπτικό και τη στοχοθεσία του.

«Ο πίνακας ολοκληρώνεται όταν έχει σβήσει την ιδέα» – Ζωρζ Μπρακ

Μια γραμματολογική παρατήρηση, όχι μόνο γιατί «δεν υπάρχει το εκτός κειμένου» αλλά και διότι ο αυτοσχεδιασμός δεν υποφέρεται. Μια παρατήρηση γι’ αυτόν που αποφασίζει να μιλήσει για την «Καμπύλη της Μεταπολίτευσης» στο Συνέδριο του «Κύκλου Ιδεών» (12-14 Μαΐου 2024) διαβάζοντας ένα κείμενο. Να έχει προηγουμένως γράψει δηλαδή, για να ονοματίσει το παρελθόν, το παρόν όσο και το μέλλον ενός κυρίου ονόματος (Μεταπολίτευση). Θα πρέπει να αντιληφθεί πρωτίστως ότι το ίδιον κάθε κύριου ονόματος παραμένει επικείμενο τόσο ως προς το παρελθόν του όσο και ως προς αυτό που προσφέρει στο μέλλον.

Και υπ’ αυτήν την έννοια το «μετά» της Μεταπολίτευσης είναι πάντα ένα «πριν» και συγχρόνως ένα «εκ των υστέρων». Θα πρέπει επίσης να μάθει να μη δεσμεύεται από τη λογική τού «πριν» και του «μετά», που σημαίνει ότι θα πρέπει να καταλάβει τον παράδοξο εγκιβωτισμό αυτών των χρονικών προθέσεων της μιας στην άλλη, και έτσι να προχωρήσει παρακάτω. Παράδειγμα: στο πείραμα με το σφραγισμένο κουτί και τη γάτα του Σρέντινγκερ, θα υποθέσει ότι η γάτα μπορεί να είναι ταυτόχρονα ζωντανή και νεκρή. Πράγμα που δεν αποκλείει το πείραμα να οδηγείται σε ό,τι ονομάζεται «κβαντική εμπλοκή».

Το ανάλογο συμβαίνει με τη Μεταπολίτευση-γάτα. Η εμπλοκή όμως αυτή χάνεται όταν την κοιτάμε από την κλειδαρότρυπα (το Συνέδριο) όπου η γάτα-Μεταπολίτευση είναι είτε ζωντανή είτε νεκρή αλλά ποτέ και τα δύο ταυτόχρονα, διότι ο παρατηρητής-ομιλητής δεν μπορεί να διαχωριστεί από το πείραμα. Εάν τύχει να διέπεται από μια φασματική εμμονή, τότε η γάτα είναι ένα φάντασμα: ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το να έρχεται κανείς «μετά», με μια χρονίζουσα αναβολή, ορίζει μια διαφωρική λογική που υπαγορεύει ότι δεν μπορούμε να ταυτιστούμε με ένα αφετηριακό σημείο, δεν έχουμε μια σειρά γεγονότων για να στοχαστούμε αν πράξαμε ή όχι ορθά ή αν παραλείψαμε κάτι, κυρίως γιατί το παραλείψαμε.

Γιώργος Βέλτσος, Η υπεσχημένη Μεταπολίτευση. Εμπειρία και θεωρία Εκδόσεις Πλέθτρον, 2024, σελ. 351, τιμή 18 ευρώ Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 10 Δεκεμβρίου.

Το «μετά» (της Μεταπολίτευσης) διαφεύγει συνεχώς και προεκτείνεται, έτσι ώστε να μην αρχίζει το «άλλο» από το «μετά». Πράγμα που δημιουργεί μια χωροχρονική δίνη στην οποία το παλαιό απόθεμα εξαρτάται από έναν νέο τύπο διαρρύθμισής του, ο οποίος μεταβάλλει τον ταυτοτικό διχασμό των νεοελλήνων που εκτός από ιδεολογικός είναι και ταξικός. Και παρότι το κατώφλι είναι ήδη εκεί, βρίσκεται συνεχώς εκτός ορίου, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να θριαμβολογούμε για την εμπέδωση της Δημοκρατίας και έτσι θέτει ένα καινούργιο καθήκον στους θεσμούς και το Κράτος.

Ερώτημα: έχουμε αναλάβει το καθήκον αυτό; Στην Τέχνη, το ανέλαβε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ονομάζοντας την παράσταση για τη Μεταπολίτευση «Κομμώτριες». Εχουμε λοιπόν αναλάβει το καθήκον της αντιλογίας, όπως το παραδίδει ο Ρενέ Σαρ στην περίφημη ρήση-μότο στην Ιστορία της σεξουαλικότητας του Φουκώ «Η ιστορία των ανθρώπων είναι η μακρά διαδοχή συνωνύμων ενός και μόνο εκφωνήματος. Το να αντιλέγεις είναι καθήκον»; Συχνά η αντιλογία αυτή, παρότι συγκροτείται από τη διαφορά μεταξύ αυτού που έχει ήδη λεχθεί και που ξαναλέγεται αλλιώς, παρότι δηλαδή γίνεται συχνά καταναγκασμός και εμμονή, ως τροπικότητα δημιουργεί μια ρωγμή στο πολιτικά ορθώς λεγόμενο και γραφόμενο.

«Η υπεσχημένη Μεταπολίτευση» του Γιώργου Βέλτσου πραγματεύεται συνθήκες και συντεταγμένες της τελευταίας πεντηκονταετίας.

Μια άλλη σκέψη που δεν την έχω ακόμη συναντήσει στη Μεταπολίτευση είτε γιατί την αγνόησαν οι πολιτικοί είτε γιατί δεν την κατανόησε το Πανεπιστήμιο περιορίζοντάς την στις βιβλιοθήκες. Η σκέψη όμως υπάρχει. Είναι ένας Πολιτισμός. Ρυθμίζει τις ζωές μας, το ιδιωτικό συναίσθημα, τον έρωτα και την αρρώστια. Προπάντων, την ταπεινή ιστορία όπου «η ύπαρξη του καθένα από εμάς συνιστά το μέτρο» (Επιστολή του Ρολάν Μπαρτ στον Αντονιόνι). Τέλος, έχουμε αντιληφθεί ότι «η Ιστορία δεν υπάρχει»; Εχουμε διαβάσει τον καθηγητή του Κολλεγίου της Γαλλίας Πολ Βεν; Μπορούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει η φράση: «Η Ιστορία είναι μια πνευματική δραστηριότητα και όχι μια επιστήμη»; Ξέρουμε πως ό,τι υπάρχει στην Ιστορία είναι «ίντριγκες»; Και πως «τα ντοκουμέντα δεν υπάρχουν, αυτά τα ίδια είναι συμβάντα»;

[…]

Μίλησα για το εκφώνημα και τα συνώνυμά του ως κεντρικό στοιχείο της ιστορίας των ανθρώπων, μίλησα δηλαδή για την αφήγηση αυτής της «ιστορίας» που ονομάζεται «Μεταπολίτευση». Και είναι αυτό το εκφώνημα που μου επιβάλλει το καθήκον της αντιλογίας και με οδηγεί σε μια άσκηση ύφους παρά σε μια επιχειρηματολογία. Με υποχρεώνει να χρησιμοποιώ την ιδιόλεκτό μου για να κατασκευάζω εποπτείες και όχι έννοιες νομίζοντας ότι μπορώ έτσι να προστατευθώ από τις κοινοτοπίες. Μου δείχνει τον δρόμο για τον υπόρρητο χαρακτήρα του νοήματος της Μεταπολίτευσης και ένα droit de regard στο ελευσόμενο. Πέραν του υπερπροσδιορισμού του πλούτου και των θεσμών, αυτό που δεν υπήρξε στη Μεταπολίτευση και θα την οδηγούσε στη μεταπολίτευση και όχι στη ρέπλικα, είναι ο αναπροσδιορισμός της γλώσσας: η «Mετα-πολιτισμο-ποίηση».

Κι αυτό θέλω να καταθέσω ως μάρτυρας της εποχής μου. Γιατί μου φαίνεται πως όλα είναι ζήτημα προθέσεων και προθέσεων («μετά», «υπέρ», «υπό», «ανά», «αντί», «διά»). Και όποιος νομίζει ότι οι προθέσεις δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο νόημα, διότι το υπολογίσιμο αποτέλεσμα μετρά («Είναι η οικονομία, ηλίθιε»), ξεχνά ότι οι προθέσεις στη γλώσσα υποδηλώνουν τον «τρόπο» και την «αιτία» του ουσιαστικού που ακολουθεί.

Παρα-αναγνώσεις είναι τα πρόσφατα κείμενα που ακολουθούν από «Το Βήμα». Παρά-αναγνώσεις για να αντι-λέγω στις γνώσεις και να αντι-τίθεμαι στις αναγνώσεις της Μεταπολίτευσης. Και με τις παραβολές μου να απευθύνω τις παρεμβολές μου προβάλλοντας άλλοτε τις «οιονεί έννοιες» του Ντεριντά, άλλοτε τις «εντάσεις» και τις «επιφάνειες» του Ντελέζ, άλλοτε το «ουδέτερο» του Μπαρτ ή τη «διάταξη» του Φουκώ, αλλά και την έννοια της «μετωνυμικής αιτιότητας» στον Λουί Αλτουσέρ, που ενεργοποιεί την ταξική ανάλυση συνομιλώντας με τον Λακάν. Η γλώσσα με ερωτά ποιον να απελευθερώσω. Θα προτιμούσα από τη θεωρία τον ληστή. Γιατί επιθυμώ με το ποίημα να εξασκήσω κι εγώ την πατριδογνωσία μου.