Κάποτε ο Κώστας Σημίτης μού διηγήθηκε μια ωραία ιστορία. Την είχε ακούσει στην Αμερική και την απέδιδαν στους Ινδιάνους. Σύμφωνα λοιπόν με τους Ινδιάνους, κάθε άνθρωπος έχει τρεις ζωές. Ευτυχισμένος άνθρωπος είναι εκείνος που θα ζήσει ευτυχισμένα και τις τρεις.

– Κυρίως την τρίτη, διευκρίνιζε γελώντας. Υπονοούσε υποθέτω πως ακόμη κι αν χρειαζόταν, δεν μπορούσε πια να κάνει κάτι για τις δύο πρώτες. Να λοιπόν μια πρώτη παρατήρηση. Γελούσε ο Σημίτης; Ναι, γελούσε. Συχνά. Κι ας μην ήταν ο καλαμπουρτζής, ούτε ο χάχας της παρέας. Είχε χιούμορ και μια λεπτή καλόγουστη ειρωνεία.

Σίγουρα ήταν ένας άνθρωπος που έζησε πλήρως και τις τρεις ζωές του προτού μας αποχαιρετίσει ήρεμα. Με τον δικό του διακριτικό βηματισμό. Χωρίς να ταλαιπωρηθεί και χωρίς να ταλαιπωρήσει. Εζησε την πατρική οικογένεια και την οικογένεια που δημιούργησε ο ίδιος με την αγαπημένη του Δάφνη. Τις σπουδές, τα πρώτα επαγγελματικά βήματα, τις πρώτες πολιτικές ανησυχίες, τον αντιδικτατορικό αγώνα, την εξορία στη Γερμανία.

Εζησε την ενεργό πολιτική σε όλη την γκάμα μετά τη Μεταπολίτευση με αποκορύφωμα την οκταετή πρωθυπουργία του. Εζησε τη ζωή ενός αποτραβηγμένου πολιτικού με πολλά ενδιαφέροντα, που ενημερωνόταν, έγραφε βιβλία και άρθρα, παρενέβαινε στον δημόσιο στίβο όταν το έκρινε σκόπιμο και καμάρωνε για το κρασί του στο Κορακοχώρι.

Και οι τρεις ζωές του Κώστα Σημίτη είχαν τις εύκολες και τις δύσκολες στιγμές τους. Αλλά τις έζησε πλήρως. Θαρραλέα. Χωρίς να αποκλίνει από τον εαυτό του. Γνωριστήκαμε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 από τη Μελίνα. Ηταν απόφοιτος του Πειραματικού όπως πριν από αυτόν ο πατέρας μου που ήταν συμμαθητής με τον Σπύρο, τον αδελφό της Μελίνας. Καλό σημείο εκκίνησης.

Ο Σημίτης δεν είχε πολλά-πολλά με πολλούς. Αλλά από την αρχή μου παραχώρησε την ευχέρεια μιας φιλικής συναναστροφής που τελικά εξελίχθηκε σε φιλική οικειότητα. Η κυρία Δάφνη το ίδιο.Τον έζησα από κοντά τα χρόνια που ακολούθησαν – από όσο κοντά ένας νεότερος δημοσιογράφος μπορεί να ζήσει έναν κορυφαίο πολιτικό…

Και ποτέ δεν μετάνιωσα, ούτε καν αναρωτήθηκα για αυτή την ιδιότυπη συμπόρευση. Σε μεγάλο βαθμό οι απόψεις του εφάπτονταν με εκείνες που ούτως ή άλλως με τριβέλιζαν. Ακόμη και η επιφυλακτικότητά του μου ήταν κατανοητή. Ηταν τόσο διαφορετικός από τον μέσο Πασόκο που μάλλον δυσκόλευε τους μέσους Πασόκους.

– Γιατί δεν κάνατε αυτόν αρχηγό και πήρατε τον άλλον; Πείραζα τη Μελίνα για το ΠαΣοΚ και τον Παπανδρέου.

– Είσαι μεγάλος σαχλαμάρας, ήταν η χαμογελαστή επιτίμηση της Μελίνας για να κλείσει τη συζήτηση.

Τελικά ο Σημίτης έγινε αρχηγός του ΠαΣοΚ και πρωθυπουργός αλλά η Μελίνα δεν πρόλαβε να το δει. «Το Βήμα» (και μάλλον πιο συγκρατημένα «Τα Νέα» που παρέμεναν περισσότερο παπανδρεϊκά) κρατούσε γενικά θετική στάση απέναντί του. Η σύνταξη της εφημερίδας μετρούσε πολλούς του «εκσυγχρονιστικού κλίματος» και σχεδόν φυσιολογικά τον υποστήριξε στη μάχη της διαδοχής. Ούτως ή άλλως, οι άλλοι υποψήφιοι και ο απερχόμενος «παπανδρεϊσμός» της ύστερης περιόδου δεν μας ταίριαζαν ούτε πολιτικά ούτε αισθητικά ούτε πολιτισμικά. Χρειαζόταν κάτι καινούργιο.

Ο ίδιος ο Χρήστος Λαμπράκης διατηρούσε μια καλή σχέση με τον γείτονά του – έμεναν κυριολεκτικά απέναντι στην οδό Αναγνωστοπούλου… Αλλά μια σχέση που δεν ήταν πάντα εγκάρδια και ανέφελη. Ούτως ή άλλως, οι σχέσεις πολιτικών και δημοσιογράφων κρύβουν εκ των πραγμάτων πολλές λακκούβες.  Νομίζω όμως ότι συνολικά έβρισκαν σημεία επαφής. Κυρίως συναντήθηκαν στην ιδέα της Ευρώπης ή του «εξευρωπαϊσμού» που ήταν κεντρική στη σκέψη και των δύο.

Ο Λαμπράκης είχε θεωρήσει την ένταξη στην ΟΝΕ περίπου προσωπική του υπόθεση. Και δεν το έκρυβε. Το βράδυ των εκλογών του 2000 ήταν από τις ελάχιστες εκλογές που δεν βρισκόμουν στην τηλεόραση. Με τις πρώτες εκτιμήσεις, η ατμόσφαιρα στην εφημερίδα θύμιζε κηδεία. Τότε ο Λαμπράκης μάς φώναξε στο γραφείο του να μας πει πως από το ΠαΣοΚ τον ειδοποιούν (νομίζω ήταν ο Λαλιώτης…) πως τα αποτελέσματα θα αλλάξουν.

Οπως και έγινε. Ευτυχώς για τη χώρα. Γενικά ο Σημίτης μάς έσωσε από πολλά και πολλούς. Το 1996 από μια πρωθυπουργία Τσοχατζόπουλου ή Αρσένη. Λίγο αργότερα από έναν πόλεμο στα Ιμια που δεν έχω πειστεί ότι ήταν τυχαίο περιστατικό. Από τον Χριστόδουλο και την εκκλησιαστική Ιεραρχία με τις έξαλλες λαοσυνάξεις για τις ταυτότητες. Από μια ανέτοιμη ΝΔ τον Σεπτέμβριο του 1996 και πάλι το 2000 – όχι πως έγινε καλύτερη όταν ετοιμάστηκε.

Υπέστη μια άδικη κριτική περί διαπλοκής σε μια περίοδο που χάρη σε αυτόν όλη η χώρα είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο εργοτάξιο και «έρρεε χρήμα». Ενώ ήταν γνωστό πως έστω από χαρακτήρα ο ίδιος ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα έπαιζε παιχνίδια συμφερόντων. Γενικώς αντιμετώπισε μια υφέρπουσα αλλά παρδαλή αμφισβήτηση εντελώς αναντίστοιχη με την πραγματικότητα του έργου του, με το πολιτικό του βάρος και με το πυγμαίο μέγεθος εκείνων που μουρμούριζαν.

Στο τέλος της οκταετίας προέκρινε μια αλλαγή ηγεσίας στο ΠαΣοΚ. Προφανώς είχε κουραστεί. Αλλά άκουγε και την εκτίμηση ότι οι εκλογές του 2004 δεν θα μπορούσαν να κερδηθούν από τον ίδιο και ότι αν εκλεγεί ο Καραμανλής θα τα κάνει όπως τελικά τα έκανε. Ο Σημίτης αποχώρησε διακριτικά από το προσκήνιο.

Αφού όμως είχε ήδη επιτύχει το μείζον. Αλλαξε την Ελλάδα. Ενέγραψε τον εκσυγχρονισμό στο εθνικό μας αφήγημα. Του έδωσε υπόσταση και τον ανέδειξε σε διακριτή πολιτική ταυτότητα. Ανοιξε έναν δρόμο στον οποίο βάδισε η χώρα ακόμη και σε μετέπειτα δύσκολες στιγμές. Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε τότε να το επιτύχει.

Κι αυτό είναι μια παρακαταθήκη η οποία ξεπερνά όλα τα επιτεύγματα της πολιτικής του ζωής. Τα οποία ούτως ή άλλως ήταν πολλά.