Οι πολλές ψυχές του ΠαΣοΚ

Το πώς μπορεί να καλυφθούν τα χάσματα – γεωγραφικά, ηλικιακά, κοινωνικά, ανάμεσα στους insiders και outsiders της σημερινής επισφαλούς εποχής – είναι το πραγματικό στρατηγικό στοίχημα για τη νέα ηγεσία και τις πολλές ψυχές του ΠαΣοΚ από αύριο και στο εξής.

Ο πρώτος γύρος των εσωκομματικών εκλογών στο ΠαΣοΚ ήταν ένα γνήσιο πολιτικό γεγονός. Ενα παράθυρο πολιτικής ευκαιρίας το οποίο, υπό την προϋπόθεση ότι θα αξιοποιηθεί κατάλληλα, μπορεί να αλλάξει την ισορροπία του κομματικού μας συστήματος. Αυτό το παράθυρο άνοιξε σε δύο χρόνους.

Ο ένας είναι ο βραχύς χρόνος της εκλογικής διαδικασίας. Σχολιάστηκε πολύ, και όχι άδικα, το πλήθος των ανθρώπων που προσέτρεξαν σε αυτήν.

Οι 300.000 φίλοι και μέλη του Κινήματος σηματοδότησαν όχι τόσο ένα ποσοτικό άλμα – σε σύγκριση με την προηγούμενη εκλογική διαδικασία, του 2021, η αύξηση είναι της τάξης του 10% – όσο μια ποιοτική αλλαγή: η αυξημένη συμμετοχή σε μια περίοδο απόσυρσης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού από την πολιτική (ας θυμηθούμε το ιστορικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στις ευρωεκλογές του Ιουνίου με 41,2%, από 59% το 2019) είναι «κόντρα στο ρεύμα» της εποχής.

Είναι όμως και δείκτης ότι το ΠαΣοΚ κατάφερε να κεντρίσει το ενδιαφέρον. αγαθό πολύτιμο στην πολιτική.

Ο άλλος είναι ο μακρύς χρόνος των συσχετισμών στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Αρκεί να σκεφτούμε πόσο διαφορετικά διαχειρίστηκαν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του Ιουνίου τα δύο βασικά κόμματα που συμβιώνουν ανταγωνιστικά στον ίδιο αυτόν χώρο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ με συγκρούσεις χωρίς πυξίδα και χωρίς ορατή κατάληξη. το ΠαΣοΚ με μια συντεταγμένη διαδικασία όπου η σύγκρουση είχε τη θέση της χωρίς να γίνεται εχθροπάθεια, με ωριμότητα εν τέλει που προσέδωσε πολιτικό βάρος στο κόμμα ιδίως διά της σύγκρισης με τον βασικό ανταγωνιστή του. Και με πλουραλισμό υποψηφιοτήτων, δηλαδή πολιτική ευρύτητα που έπειθε ότι το κόμμα θα μπορούσε να γίνει παράταξη.

Ενα κόμμα που μπορεί να συστεγάζει τόσο διαφορετικούς υποψηφίους, εν πνεύματι ομονοίας, είναι ένα κόμμα με την πολυσυλλεκτικότητα που προϋποθέτει η πολιτική ηγεμονία.

Πολλοί υποστήριξαν ότι τα αποτελέσματα προδίδουν ένα κόμμα με δύο ψυχές. Μία ψυχή της περιφέρειας, όπου επικράτησε το δίδυμο του β’ γύρου (Ανδρουλάκης – Δούκας), και μία ψυχή των αστικών κέντρων, όπου επικράτησαν οι άλλοι δύο διεκδικητές μιας αμφίρροπης μάχης (Γερουλάνος – Διαμαντοπούλου). Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για ένα κόμμα με πολλές και υπό όρους συμπληρωματικές ψυχές – και όχι μόνο με την έννοια ότι αποδεικνύεται εφτάψυχο.

Το ΠαΣοΚ παρουσίασε μια παλέτα υποψηφίων υψηλού επιπέδου, καθένας και καθεμία με ιδεολογικές και προγραμματικές αποχρώσεις που θα μπορούσαν να είναι ελκυστικές για διαφορετικά κοινωνικά ακροατήρια, όπως προκύπτει εξάλλου από τα στοιχεία των προεκλογικών ερευνών.

Ο Ν. Ανδρουλάκης είχε μια ισορροπημένη απήχηση και προφίλ εγγυητή της ενότητας και της αξιακής συνέχειας της παράταξης. οριζόντια απήχηση και υψηλή δημοφιλία διέθετε ο Π. Γερουλάνος, που το ευγενές και προγραμματικά αιχμηρό προφίλ του έδινε την αίσθηση ενός προσώπου που μπορεί να υπερβεί τα όρια του κομματικού κοινού.

Ο Χ. Δούκας κέρδιζε στα αριστερά – κεντροαριστερά κοινά ως outsider με κληρονομιά μια σημαίνουσα νίκη στην Αθήνα, ενώ η Α. Διαμαντοπούλου αποτελούσε μια πιο κεντρώα και με διείσδυση στα κεντροδεξιά υποψηφιότητα, με ισχυρό διεθνές προφίλ. Ας μην υποτιμά κανείς την απήχηση του Μ. Κατρίνη σε ένα πιο ριζοσπαστικό/«ανδρεοπαπανδρεϊκό» ΠαΣοΚ ή της Ν. Γιαννακοπούλου ως φρέσκου προσώπου, πάντα πλεονέκτημα στην πολιτική. Καλά σπίτια είναι τα ευρύχωρα σπίτια.

Υπό αυτή την έννοια, ένα κόμμα που μπορεί να συστεγάζει τόσο διαφορετικούς υποψηφίους, εν πνεύματι ομονοίας, είναι ένα κόμμα με την πολυσυλλεκτικότητα που προϋποθέτει η πολιτική ηγεμονία. Φυσικά, υπάρχει και μια δεύτερη προϋπόθεση: ο πλουραλισμός να συνδυάζεται με τη συνοχή την επομένη των εκλογών.

Κυβέρνηση δεν γίνεσαι χωρίς τα αστικά κέντρα, εξ ου και η απήχηση των υποψηφίων που έμειναν εκτός β’ γύρου είναι πολύτιμο όπλο στη φαρέτρα του.

Η συνοχή δεν είναι δεδομένη και πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο η πολλαπλότητα να μη συμβαδίζει με την ενότητα. Συνοχή όμως όχι μόνο με την έννοια της ενότητας του κομματικού οργανισμού, αλλά κυρίως με την έννοια ότι οι πολλαπλές οπτικές θα συναρθρωθούν σε ένα εσωτερικά συνεπές πολιτικό αφήγημα για τη χώρα – άσκηση ακόμη πιο δύσκολη ίσως.

Εδώ βρίσκεται το μείζον στρατηγικό ερώτημα για το ΠαΣοΚ. Φαίνεται να έχει ξεφύγει από το βαρυτικό πεδίο της περιθωριοποίησης, είναι ένα «σημαντικό» κόμμα (relevant party, κατά τον Τζιοβάνι Σαρτόρι), βαραίνει δηλαδή στο κομματικό μας σύστημα. Διαθέτει καλό positioning, που του επιτρέπει να είναι δυνάμει ελκυστικό για ευρύτερα κοινά από την Αριστερά μέχρι και την Κεντροδεξιά – εξ ου και εμφανίζει, τουλάχιστον στις έρευνές μας, το υψηλότερο όριο εκλογικής επιρροής, καθώς το ποσοστό των πολιτών που δεν το αποκλείουν από τις δυνητικές τους επιλογές κινείται στο 47%-48%.

Επικρατεί πλέον επί του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο των πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί, απειλεί την κυριαρχία της ΝΔ στους κεντρώους. Μπορεί όμως να κάνει το άλμα που θα το καταστήσει ξανά δύναμη διακυβέρνησης;

Εδώ αποκτά τη σημασία της η παρατήρηση για το χάσμα κέντρου – περιφέρειας. Οχι επειδή, όπως ειπώθηκε, οι φίλοι του ΠαΣοΚ επέλεξαν τους υποψηφίους μιας «επαρχιακής» Ελλάδας – πώς είναι δυνατόν ένα προοδευτικό κόμμα να υποτιμά την ανάγκη πολιτικής εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων;

Αλλά επειδή προϋπόθεση κυβερνησιμότητας είναι η γεωγραφική ομογενοποίηση του εκλογικού κοινού. Το είδαμε στις ευρωεκλογές: το ΠαΣοΚ ήταν τρίτη δύναμη πανελλαδικά, αλλά τέταρτο σε όλες τις εκλογικές Περιφέρειες Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Αττικής (πλην της Ανατολικής). Κυβέρνηση δεν γίνεσαι όμως χωρίς τα αστικά κέντρα, εξ ου και η απήχηση των υποψηφίων που έμειναν εκτός β’ γύρου είναι πολύτιμο όπλο στη φαρέτρα του.

Επίσης αναγκαία είναι και η ηλικιακή και κοινωνική ομογενοποίηση και ανανέωση. Η απεύθυνση δηλαδή σε πιο νεανικές και δυναμικές ηλικίες, οι οποίες, σύμφωνα πάλι με τις προεκλογικές έρευνες, έδειχναν περιορισμένο ενδιαφέρον συμμετοχής στις εσωκομματικές εκλογές (σε αντίθεση με τους 65+). Είναι κυρίως αυτά τα κοινά που απέχουν και στα οποία η ηλικία είναι ευθεία συνάρτηση με τη χαμηλή πολιτική εμπιστοσύνη αλλά και με την αίσθηση ότι βρίσκονται «εκτός των τειχών» (στο Metron Forum 2.0 Σεπτεμβρίου το 58% των ερωτώμενων της GenZ δήλωνε ότι νιώθει «εκτός» έναντι 41% «εντός»).

Το πώς μπορεί να καλυφθούν αυτά τα χάσματα – γεωγραφικά, ηλικιακά, κοινωνικά, ανάμεσα στους insiders και outsiders της σημερινής επισφαλούς εποχής μας – είναι το πραγματικό στρατηγικό στοίχημα για τη νέα ηγεσία και τις πολλές ψυχές του ΠαΣοΚ από αύριο και στο εξής.

Ο κύριος Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός αναλυτής της Metron Analysis.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.