Την Πέμπτη 6 Ιουνίου συμπληρώνονται 80 χρόνια από την ιστορική απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία, η οποία σηματοδότησε την αρχή του τέλους του Γ’ Ράιχ, που σκόρπισε τον όλεθρο στην Ευρώπη. Και είναι πάνω στις στάχτες αυτού του πολέμου που γεννήθηκε η ιδέα για μια συνεργασία των δυτικοευρωπαϊκών χωρών με τη νέα Γερμανία, με στόχο να αποφευχθεί στο μέλλον μια νέα πολεμική σύρραξη.
Ετσι το 1951 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα και ακολούθησε το 1957 η ίδρυση της ΕΟΚ, με τη συμμετοχή 6 χωρών. Το 1963 μάλιστα οι δύο πιο σημαντικές χώρες της Ευρώπης, η Γαλλία και η Γερμανία, έθεσαν οριστικό τέλος στην εχθρότητα του παρελθόντος, που είχε οδηγήσει τις δύο αυτές χώρες σε δύο παγκοσμίους πολέμους τον 20ό αιώνα και έναν μεταξύ τους πολύνεκρο πόλεμο τον 19ο αιώνα. Δύο ιστορικές προσωπικότητες, ο στρατηγός Ντε Γκωλ και ο καγκελάριος Αντενάουερ, υπέγραψαν τότε τη Συνθήκη του Μεγάρου των Ηλυσίων που πέρα από την ανάπτυξη μιας στενής διμερούς συνεργασίας αποτέλεσε παράλληλα και την «ατμομηχανή» της δύσκολης πορείας της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Και είναι ακριβώς η «ατμομηχανή» αυτή που εδώ και αρκετό καιρό έχει πάψει να λειτουργεί, λόγω κυρίως της έλλειψης της αναγκαίας χημείας και των διαφορετικών απόψεων μεταξύ των ηγετών των δύο χωρών, με αποτέλεσμα όλοι να παραδέχονται πλέον ότι η Ευρώπη νοσεί επικίνδυνα. Σε μια περίοδο που έχουν έλθει τα πάνω κάτω στη διεθνή σκηνή και στην Ευρώπη των 27 σήμερα μελών η λήψη κοινών αποφάσεων έχει γίνει εκ των πραγμάτων αδύνατη.
Τη στιγμή μάλιστα που δίπλα της μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Δικαιώνοντας έτσι τον μεγάλο ευρωπαίο ηγέτη Ζακ Ντελόρ, ο οποίος είχε τεθεί εναντίον των νέων διευρύνσεων πριν η ΕΕ αποκτήσει την τελική της μορφή. Για να διαπιστώσει λοιπόν αν υπάρχει κάποια ελπίδα να βελτιωθεί η κατάσταση αυτή – και με την ευκαιρία των 75 χρόνων από την υπογραφή του μεταπολεμικού γερμανικού Συντάγματος – ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν αποφάσισε να επισκεφθεί το Βερολίνο και την ιστορική Δρέσδη, που είχε ισοπεδωθεί στον πόλεμο από τους Συμμάχους.
Του δόθηκε έτσι η ευκαιρία να επαναλάβει ότι η Ευρώπη «αντιμετωπίζει υπαρξιακό κίνδυνο» και πως πιστεύει ειλικρινά ότι «μπορεί να πεθάνει». Υποστηρίζοντας ότι «στις επικείμενες εκλογές κρίνεται το μέλλον της Ευρώπης», καθώς «ο αυταρχισμός ασκεί μια παράδοξη γοητεία σε μερίδα των πολιτών» και «εκφράζεται με την άνοδο της Ακροδεξιάς». Ενώ τόνισε ότι πρέπει να δοθεί το δικαίωμα στους Ουκρανούς «να εξουδετερώσουν τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο ρωσικό έδαφος από τις οποίες εκτοξεύονται οι πύραυλοι».
Με τον καγκελάριο Σολτς να εκφράζει τη διαφωνία του δηλώνοντας ότι η χρήση δυτικών όπλων από την Ουκρανία «πρέπει πάντα να είναι εντός του πλαισίου της διεθνούς νομιμότητας». Και με τις Ηνωμένες Πολιτείες να αλλάζουν αιφνιδίως τη στάση τους και να επιτρέπουν τελικά στους Ουκρανούς να πλήξουν στόχους στο εσωτερικό των ρωσικών συνόρων και όχι βαθύτερα, ώστε να αποφευχθεί μια γενικότερη σύγκρουση της Δύσης με τη Ρωσία. Ενώ η Μόσχα βρήκε και αυτή την ευκαιρία να προειδοποιήσει ότι «εάν επιτραπεί στην Ουκρανία να χτυπήσει βαθιά στο ρωσικό έδαφος», αυτό «θα πυροδοτήσει μια παγκόσμια σύγκρουση».
Μύλος δηλαδή, γεγονός που αποδεικνύει ότι η συνεργασία μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στα άκρως σοβαρά ζητήματα της κοινής Αμυνας είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ. Και ότι δυστυχώς ούτε με την τελευταία επίσκεψη Μακρόν στη Γερμανία μπόρεσε να πάρει και πάλι εμπρός η περιώνυμη γαλλογερμανική ατμομηχανή, που θα βοηθούσε ασφαλώς προς την κατεύθυνση αυτή.