Το πολυσυζητημένο φιλμ «The Brutalist» του Μπρέιντι Κορμπέ αφηγείται την ιστορία του Λάσλο Τοτ, ουγγροεβραίου σπουδαστή της σχολής του Bauhaus και επιτυχημένου αρχιτέκτονα επιζήσαντα των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Ο Τοτ καταφεύγει στις ΗΠΑ το 1947 και καταφέρνει να αναλάβει για λογαριασμό ενός μαικήνα της Φιλαδέλφειας τον σχεδιασμό ενός πολιτιστικού κέντρου-μνημείου μπρουταλιστικού ύφους. Προχωρεί στην υλοποίηση αυτού του φιλόδοξου έργου μέσα από οδυνηρές προσωπικές και οικογενειακές περιπέτειες, και τη συνειδητοποίηση για την ουσιαστικά υποκριτική, ξενόφοβη και ρατσιστική αμερικανική κοινωνία.
Το φιλμ (που σωστά δεν κέρδισε Oσκαρ «πρωτότυπου σεναρίου») είναι γεμάτο άστοχες αναφορές, παραδοξότητες και αντιφάσεις που όσο περνάει η ώρα γίνονται όλο και πιο ακατανόητες: μεταξύ άλλων ο Τοτ καταλήγει ηρωινομανής, ενώ στο τέλος θα βιαστεί από τον πλούσιο πελάτη του (!). Σκιαγραφείται ως ένας συγκρουσιακός, μοναχικός και ηρωικός δημιουργός που ως άλλος Τιτάνας θυσιάζει την ύπαρξή του για την υλοποίηση της μεγαλειώδους ουτοπίας του: μια εικόνα αρχιτέκτονα εκτός πραγματικότητας.
Ο Κορμπέ φαίνεται να αντλεί έμπνευση από το έργο του Λούις Καν και του Φ. Λ. Ράιτ: τι δουλειά όμως έχουν αυτοί με τον μπρουταλισμό; Δημιουργείται βασικά η παρεξήγηση πως οτιδήποτε υλοποιείται από ασοβάντιστο μπετόν είναι μπρουταλισμός. Αντιιστορικός είναι και ο μύθος της απομόνωσης, γιατί πολλοί ευρωπαίοι εμιγκρέδες δάσκαλοι και απόφοιτοι του Bauhaus είχαν ήδη πριν από τον πόλεμο άριστη υποδοχή στην Αμερική της εποχής.
Στο κέντρο της υπόθεσης βρίσκεται ο «αρχιτεκτονικός μπρουταλισμός». Τι είναι αυτό; Πρόκειται για έναν σχεδιαστικό προσανατολισμό που αναπτύχθηκε αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αφορούσε την υλοποίηση μιας αρχιτεκτονικής οικονομικής (λόγω της ανοικοδόμησης) και που ως εκ τούτου υιοθετούσε τη χρήση του ανεπίχριστου σκυροδέματος. Επρόκειτο για μια αρχιτεκτονική δημοκρατική, στραμμένη στις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και όχι στο «διεθνές στυλ», αλλά και για μια νέα σχεδιαστική ποιητική που μεταμόρφωνε την αρχιτεκτονική σε μεγάλης κλίμακας γλυπτικό γεγονός.
Η πρώτη εκδοχή γεννήθηκε στην Αγγλία, η δεύτερη χαρακτήρισε κατ’ αρχήν το μεταπολεμικό έργο του Λε Κορμπιζιέ. Υπάρχει όμως και η αμερικανική «θεσμική» εκδοχή του μπρουταλισμού, αλλά και εκείνη των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού: εδώ μια αρχιτεκτονική εμφανούς σκυροδέματος με στιβαρή μορφοπλασία και επικό θα λέγαμε και ηρωικό χαρακτήρα εικονοποίησε μια εμφατική ιδεολογική ρητορική με σπουδαία ωστόσο πλαστικά αποτελέσματα.
Ο «απελευθερωμένος» πρωτογονισμός του μπρουταλισμού αποτελεί αντίδραση απέναντι τόσο στον άσπιλο ντετερμινισμό του μοντέρνου κινήματος όσο και στον καθεστωτικό κλασικισμό των ολοκληρωτισμών του Μεσοπολέμου.
Στο τέλος του φιλμ η ιδιοφυΐα του παρηκμασμένου πλέον Τοτ αναγνωρίζεται με μια εμβληματική έκθεση των έργων του το 1980 στην Μπιενάλε αρχιτεκτονικής της Βενετίας (που εμφανίζεται ως παρδαλό τουριστικό αξιοθέατο…). Εκείνη ωστόσο η Μπιενάλε σήμανε πράγματι την αποθέωση της αρχιτεκτονικής του μεταμοντερνισμού, κάτι απολύτως ασύμβατο με την επιβράβευση τότε ενός μπρουταλιστή.
Μα η τέχνη δεν έχει δικαίωμα στην ποιητική άδεια; Βεβαίως, θα ήταν σαν στο πρόσφατο εξαιρετικό φιλμ «Μαρία» να εμφανίζεται η Κάλλας μια εβδομάδα πριν πεθάνει να τραγουδά και να αποθεώνεται στη Σκάλα του Μιλάνου! Η ταινία του Κορμπέ μάλλον δεν απευθύνεται στους αρχιτέκτονες, γιατί ενώ είναι προϊόν μυθοπλασίας εφευρίσκει παράλληλα μια ανύπαρκτη πραγματικότητα, με αποτέλεσμα το αφηγηματικό βραχυκύκλωμα που αδικεί τις προθέσεις του σκηνοθέτη.
Εντέλει, πέρα από τα πραγματολογικά ολισθήματα, το «The Brutalist» αφηγείται περισσότερο τη διαχρονική υπαρξιακή αγωνία του δημιουργού, ενώ προφητεύει έναν κόσμο ανελεύθερο και δυστοπικό, την κρίση του αμερικανικού ονείρου και την «οδηγία» του Τραμπ για την υιοθέτηση του αρχιτεκτονικού κλασικισμού.