H Silicon Valley Bank ήταν μια τράπεζα που χρηματοδοτούσε startups με venture debt, δηλαδή με δάνεια προσαρμοσμένα στις ανάγκες των startups. Η διαφορά μιας venture debt bank από μια παραδοσιακή τράπεζα είναι στα κριτήρια χρηματοδότησης αφού για να δώσει σε μια εταιρεία χρηματοδότηση δεν απαιτεί αυτή να έχει κερδοφόρες χρήσεις. Απαιτείται όμως το startup να έχει φτάσει σε ένα επίπεδο ετήσιων εσόδων (τουλάχιστον 5 εκατ. ευρώ), σημαντική ανάπτυξη και η δανειοδότηση να συνοδεύει ένα equity γύρο ή ταμειακά διαθέσιμα που εξασφαλίζουν βιωσιμότητα για τουλάχιστον 18 μήνες. Σε αυτή την εταιρεία έρχεται η Silicon Valley Bank (ή άλλα venture debt funds) και δίνει δάνειο συνήθως μέχρι ένα ποσοστό 40% του χρηματοδοτικού γύρου που μόλις έχει σηκωθεί και με διάρκεια συνήθως 24-30 μήνες. Το σκεπτικό είναι ότι το startup σηκώνοντας venture debt αντί για ένα μεγαλύτερο μετοχικό γύρο (από ένα Venture Capital fund) επωφελείται αφού το venture debt έχει ένα ετήσιο κόστος 15-18% ενώ το κόστος κεφαλαίου για ένα equity investor είναι στο 30-35%.
Επομένως τo venture debt ως χρηματοδοτικό εργαλείο αφορά λιγότερες (τις πιο ώριμες) startups ενώ δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτοτελώς. Επιπρόσθετα ειδικά η Silicon Valley Bank χρηματοδοτούσε εταιρείες που είχαν βασική δραστηριότητα στην Αμερική ή στη Δυτική Ευρώπη. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι το κλείσιμο της SVB ουσιαστικά για το ελληνικό οικοσύστημα δεν έχει κάποια άμεση επίδραση διότι είναι πολύ λίγες οι εταιρείες που πληρούν τα παραπάνω κριτήρια. Το βασικό μας θέμα είναι να μεγαλώσει ο αριθμός των startups που ωριμάζουν και μπορούν να διεκδικήσουν venture debt.
Για την ευρύτερη αγορά της Ευρώπης η επίδραση είναι κάπως μεγαλύτερη διότι αρκετά αγγλικά η γερμανικά startups είχαν σηκώσει ή θα μπορούσαν να σηκώσουν venture debt από την SVB, η οποία είχε και γραφείο στο Λονδίνο. Ομως και πάλι υπάρχουν άλλα venture debt funds που συνεχίζουν να χρηματοδοτούν, οπότε το κενό που δημιουργείται θα καλυφθεί. Κάποιος θα μπορούσε να αναφέρει σαν συνέπεια τη δημιουργία ενός κλίματος επιφυλακτικότητας (risk aversity) για νέες επενδύσεις σε startups, όμως και αυτό δεν δικαιολογείται. Τα venture capital funds έχουν τα δικά τους κριτήρια για να αποφασίσουν για τη χρηματοδότηση μιας startup. Το βασικό ρίσκο που ως equity investors αναλαμβάνουμε είναι αν η αγορά χρειάζεται το προϊόν που το startup δημιουργεί (product market fit) και αυτό δεν απαντιέται με την ύπαρξη ή όχι δυνατότητας δανεισμού σε ύστερη φάση. Το venture debt βοηθάει σε μια ευμενέστερη μετοχική σύνθεση και μικρότερο dilution της ιδρυτικής ομάδας σε δεύτερη φάση αφού στο μέλλον μπορεί να σηκωθεί μικρότερος equity γύρος. Ομως για να υπάρξει το μέλλον πρέπει κάποιο VC fund να έχει πάρει το αρχικό ρίσκο της χρηματοδότησης ώστε η εταιρεία να φτάσει ένα σημαντικό επίπεδο εσόδων.
Ο κ. Aπόστολος Αποστολάκης είναι Founding Partner VentureFriends.