Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα νοσημάτων και αποτελούν κύρια αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως. Παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο περιλαμβάνουν την αυξημένη ηλικία, τις καρδιοαναπνευστικές παθήσεις, τον σακχαρώδη διαβήτη, το κάπνισμα, την παχυσαρκία, την ανοσοκαταστολή, κ.ά. Πέρα από την επιβάρυνση του ασθενούς και του περιβάλλοντός του, αυτές αποτελούν επίσης σημαντικό φορτίο για τη δημόσια υγεία.

Η γρίπη έχει συσχετιστεί με 1 δισεκατομμύριο περιστατικά και 290.000-650.000 θανάτους κατ’ έτος, η COVID-19 με πάνω από 7 εκατομμύρια θανάτους από τα τέλη του 2019, ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV) με 64 εκατομμύρια περιστατικά και 160.000 θανάτους κατ’ έτος και η πνευμονιοκοκκική νόσος με πάνω από 1 εκατομμύριο θανάτους κατ’ έτος.

Εν όψει της χειμερινής περιόδου, πέρα από την τήρηση των κανόνων υγιεινής, είναι σημαντικό όλοι οι ενήλικες με παράγοντες κινδύνου να είναι επαρκώς εμβολιασμένοι όπως συστήνεται στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών (ΕΠΕ) Ενηλίκων.

Ο πνευμονιόκοκκος είναι κύριο αίτιο σοβαρών λοιμώξεων, όπως η πνευμονία, η μηνιγγίτιδα και η βακτηριαιμία. Τα συζευγμένα πνευμονιοκοκκικά εμβόλια υπερέχουν των παλαιότερων απλών πολυσακχαριδικών εμβολίων στο ότι επάγουν ανοσολογική μνήμη.

Το νέο 20δύναμο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο (PCV20) περιέχει αντιγόνα για 7 επιπλέον στελέχη πνευμονιόκοκκου. Στο ΕΠΕ συστήνεται σε όλους τους ανεμβολίαστους ενήλικες ηλικίας ≥65 ετών και στους ενήλικες ηλικίας 18-64 ετών με υποκείμενα νοσήματα η διενέργεια μιας δόσης PCV20, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσει άλλο εμβόλιο.

Για όσους έχουν λάβει PCV13 ή PPSV23 στο παρελθόν συνιστάται μια δόση PCV20 1 χρόνο αργότερα και σε όσους έχουν λάβει και τα δυο παλιότερα εμβόλια (PCV13 και PPSV23) συστήνεται το PCV20 5 χρόνια μετά. Το PVC20 μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με το εμβόλιο της γρίπης και το mRNA εμβόλιο της COVID-19.

Ο αντιγριπικός εμβολιασμός έχει δειχθεί σε αρκετές μελέτες ότι μειώνει τη βαρύτητα της νόσου και στο ΕΠΕ Ενηλίκων σε όλους τους ενήλικες άνω των 60 ετών και στους ενήλικες 18-59 ετών με έναν ή περισσότερους επιβαρυντικούς παράγοντες.

Στην Ελλάδα η δραστηριότητα της γρίπης συνήθως κορυφώνεται τους μήνες Φεβρουάριο – Μάρτιο. Τα ενισχυμένα εμβόλια συνιστώνται στα άτομα ηλικίας άνω 65 ετών έναντι του συμβατικού εμβολίου, τονίζεται όμως ότι ο αντιγριπικός εμβολιασμός δεν πρέπει να καθυστερεί.

Η νόσος COVID-19, αν και πλέον ενδημική, παρέμεινε ως μία από τις κύριες αιτίες θανάτου παγκοσμίως, ο δε κίνδυνος θανάτου εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερος συγκριτικά με τη γρίπη. Πρόσφατα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) συνέστησε την επικαιροποίηση των COVID-19 εμβολίων έναντι των κυρίαρχων στελεχών.

Ο εμβολιασμός έναντι της COVID-19 περιλαμβάνεται πλέον στο ΕΠΕ με το επικαιροποιημένο μονοδύναμο εμβόλιο σε όλους άνω των 60 ετών καθώς και σε νεότερους ενήλικες με επιβαρυντικούς παράγοντες. Το ελάχιστο μεσοδιάστημα από προηγούμενο εμβολιασμό ή νόσηση είναι 3 μήνες. Το εμβόλιο μπορεί να χορηγηθεί ακόμη και την ίδια μέρα με το αντιγριπικό.

Ο RSV είναι ένας ιός που γνωρίζαμε καλά ως προς την παθογονικότητά του στα παιδιά, τα τελευταία χρόνια ωστόσο έγινε εμφανές ότι προκαλεί σημαντικό φορτίο και στους ενήλικες. Προκαλεί υποτροπιάζουσες λοιμώξεις που μοιάζουν με κοινό κρυολόγημα, αλλά μπορούν να εξελιχθούν σε λοιμώξεις κατώτερου αναπνευστικού (βρογχιολίτιδα, πνευμονία). Τα βρέφη, οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς με χρόνιες παθήσεις και ανοσοκαταστολή κινδυνεύουν περισσότερο.

Στην Ελλάδα, η περίοδος έναρξης του RSV είναι τον Δεκέμβριο με διάρκεια έως τον Μάρτιο. Δεν υπάρχουν πολλά επιδημιολογικά στοιχεία για τη χώρα μας, ωστόσο για το ποσοστό θετικότητας συλλέγονται δεδομένα από το Σύστημα Επιτήρησης του ΕΟΔΥ, ενώ στοιχεία έχουμε και από μελέτη του ΓΝΑ «Ευαγγελισμός», όπου καταδείχθηκε ότι συνολικά 8,4% των ασθενών που νοσηλεύτηκαν με RSV χρειάστηκαν διασωλήνωση και 16,4% αυτών κατέληξαν κατά τη νοσηλεία τους.

Ο εμβολιασμός έναντι του RSV συστήνεται στο ΕΠΕ ως μία δόση σε όλους τους ενήλικες άνω των 75 ετών και στην ηλικιακή ομάδα 60-74 ετών με παράγοντες κινδύνου, ενώ προς το παρόν δεν συστήνεται η συγχορήγηση με τα εμβόλια της γρίπης και της COVID-19.

Κλείνοντας, να τονίσω ιδιαίτερα τον ρόλο των επαγγελματιών υγείας στον εμβολιασμό. Η σύσταση από τον επαγγελματία υγείας είναι ο ισχυρότερος προβλεπτικός παράγοντας για το αν ένας ασθενής θα εμβολιαστεί.

Πρέπει να εφαρμόζονται εξατομικευμένα κριτήρια, να υπογραμμίζονται οι θετικές εμπειρίες με τα εμβόλια, να αφιερώνεται χρόνος για συζήτηση και να απαντιούνται τα ερωτήματα και οι ανησυχίες του ασθενούς, ώστε να αντιμετωπιστεί το επικίνδυνο φαινόμενο της «εμβολιαστικής κόπωσης».

Γιατί, ως γνωστόν, «τα εμβόλια δεν σώζουν ζωές. Οι εμβολιασμοί σώζουν ζωές».

Ο κ. Στυλιανός Λουκίδης είναι καθηγητής Πνευμονολογίας ΕΚΠΑ, πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας.