Το 2022, σε χρόνο κατά τον οποίο η πανδημία του κορωνοϊού άρχισε να τελεί υπό έλεγχο και οι προσδοκίες ανάκαμψης, ιδιαιτέρως μετά την υιοθέτηση των γενναίων χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης από τις Βρυξέλλες, είχαν εκτιναχθεί στα ύψη, ο περισσότεροι είχαν πεισθεί ότι τα βάσανά μας τελειώνουν και ότι τα επόμενα χρόνια θα είναι χρόνια δυναμικής προόδου.
Ο Πρωθυπουργός μιλούσε τότε για νέο κύκλο δυναμικής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, για επιστροφή σε καινούργια εποχή παραγωγής και δημιουργίας, για εκτίναξη των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, που θα οδηγούσε σε νέες, περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, οι οποίες με τη σειρά τους θα ενίσχυαν τα εισοδήματα και δευτερογενώς την κατανάλωση διαμορφώνοντας ένα συνεχές σπιράλ ευημερίας και προόδου.
Η ιδέα του ήταν απλή έως απλοϊκή. Τα δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης και των λοιπών διαρθρωτικών ταμείων θα κατευθύνονταν, είτε ευθέως, είτε εμμέσως, στον ιδιωτικό τομέα και αυτός θα πολλαπλασίαζε τα οφέλη, τα οποία σε δεύτερο χρόνο θα διαχέονταν στην κοινωνία. Τα μεν χαμηλότοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης θα υποστήριζαν τις μεγάλες επιχειρήσεις που διέθεταν δυνάμεις και δυνατότητες να «τρέξουν» γρήγορα νέες επενδύσεις, οι δε επιχορηγήσεις για την προώθηση μεγάλων και σημαντικών έργων, ψηφιακών και άλλων, θα διοχετεύονταν από το κράτος, μέσω διαγωνισμών, πάλι σε σχήματα του ιδιωτικού τομέα που ήταν σε θέση να εγγυηθούν την ολοκλήρωσή τους.
Για τον Πρωθυπουργό και τη φιλελεύθερη κυβέρνησή του το όλο σχήμα φάνταζε ιδανικό και απόλυτα συμβατό προς τον κύκλο των ιδεών και των αντιλήψεων που υπερασπίζονταν και υπερασπίζονται. Μόνο που η πραγματικότητα βάλθηκε να τους διαψεύσει. Η μηχανική της ανάπτυξης, όπως την περιέγραφε ο κ. Μητσοτάκης, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και οι καλλιεργηθείσες προσδοκίες απεδείχθησαν, αν μη τι άλλο, υπερφίαλες.
Οι γενναίες χαμηλότοκες χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης δεν «τρέχουν» με τις ταχύτητες που υπολόγιζαν οι διαχειριστές τους. Οι δε επιχορηγήσεις «κόλλησαν» στους αρμούς τής μηδέποτε μεταρρυθμισθείσης ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης, δηλαδή στα υπουργεία που δεν δύνανται να εμφανίσουν νέα, ώριμα προς επιχορήγηση έργα.
Ηδη μετράμε τις συνέπειες και τις ασυνέπειες του βασικού σχεδίου. Η ανάπτυξη το 2023 «κουτσουρεύτηκε» παρά τους πολλούς επαίνους. Και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας επίσης δεν ακολούθησε το σχέδιο. Η ανεργία ξέμεινε εκεί μεταξύ 10% και 11% και δύσκολα θα κερδίσει μονοψήφια ποσοστά. Ούτε οι αμοιβές βεβαίως κατάφεραν να δημιουργήσουν αισθήματα ικανοποίησης. Παραμένουν φτωχές και ανίκανες να ξεπεράσουν τη πολλά βάρη της σύγχρονης ζωής. Φταίνε, βλέπετε, ο ατιθάσευτος πληθωρισμός της απληστίας, τα ληστρικά επιτόκια των υπερκερδοφόρων πια τραπεζών, τα υψηλά ενοίκια, τα πανάκριβα ακίνητα και η ανισοκατανομή των εισοδημάτων μεταξύ εχόντων και μη εχόντων.
Το σχέδιο προφανώς πάσχει, είναι εσωτερικά ασυνεπές και απουσιάζουν συγκεκριμένες δημόσιες πολιτικές. Ούτε ο νέος πλούτος είναι ο υποσχόμενος, ούτε οι διανομές του είναι εξασφαλισμένες. Κοινώς αυτορρυθμιζόμενη αναδιανομή δεν υφίσταται, ούτε μπορεί να αφεθεί στην καλοσύνη των εχόντων και κατεχόντων. Αυτή είναι η βασική ασυνέπεια του νεοδημοκρατικού σχεδίου και από αυτήν πηγάζει η δυσαρέσκεια σημαντικής μερίδας του εκλογικού σώματος, την οποία ωστόσο δεν δύναται να κεφαλαιοποιήσει η τρέχουσα ανερμάτιστη και απαράσκευη αντιπολίτευση.