Biobanking: Οι άλλες τράπεζες

Η συστηματική και στοχευμένη δημιουργία βιοτραπεζών πυροδότησε την ανάπτυξη του ιδιότυπου τραπεζικού συστήματος που ονομάζουμε Biobanking.

Οι ιστορικοί τοποθετούν την αρχή της έννοιας των τραπεζών στους αρχαίους Ασσυρίους, Ινδούς και Σουμερίους, ενώ στους μοντέρνους χρόνους οι πρώτες τράπεζες ήταν απότοκο της εμπορικής δραστηριότητας των κρατιδίων της Φλωρεντίας, της Βενετίας και της Γένοβας στη Μεσαιωνική Ιταλία.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 όμως, μια άλλη μορφή τραπεζών έκανε την εμφάνισή της. Πρόκειται για τις βιοτράπεζες, στις οποίες αντί για χρήματα και ράβδους χρυσού φυλάσσονται δείγματα βιολογικού υλικού (biospecimens), δηλαδή DNA, RNA, μικροοργανισμοί, κύτταρα, ιστοί, βιολογικά υγρά (π.χ. αίμα ή σάλιο) από ανθρώπους, ζώα, φυτά.

Μικρές συλλογές δειγμάτων βιολογικού υλικού υπήρχαν βεβαίως πολύ νωρίτερα από το 1990 και συνήθως ήταν δημιουργήματα συνεπών γιατρών ή ερευνητών. Η ανάγκη ύπαρξης βιοτραπεζών προέκυψε στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, στην οποία η επιστημονική κοινότητα ήλπιζε να αποκωδικοποιήσει το ανθρώπινο γονιδίωμα και να υλοποιήσει το όραμα της εξατομικευμένης ιατρικής.

Οπως γνωρίζουμε, το πρώτο επετεύχθη, αλλά το δεύτερο αποτελεί ακόμη μέγα ζητούμενο (αν και πρόοδοι έχουν σημειωθεί). Βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη εξατομικευμένων θεραπειών είναι το να γνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητες των ασθενών.

Ετσι, αναδύθηκε η ανάγκη για συλλογές δειγμάτων βιολογικού υλικού από ασθενείς αλλά και υγιείς (ως μέτρο σύγκρισης). Η συστηματική και στοχευμένη δημιουργία βιοτραπεζών πυροδότησε την ανάπτυξη του ιδιότυπου τραπεζικού συστήματος που ονομάζουμε Biobanking.

Οπως ξέρουμε, στο σύγχρονο χρηματοπιστωτικό σύστημα τα νομίσματα δεν έχουν την ίδια αξία. Κατ’ αντιστοιχία, το περιεχόμενο των βιοτραπεζών δεν είναι εξίσου πολύτιμο. Η αξία των «νομισμάτων» των βιοτραπεζών κρίνεται από τη δυνατότητα αξιοποίησής τους, η οποία έγκειται στην ποιότητα των δειγμάτων και στην πληροφορία από την οποία αυτά συνοδεύονται και η οποία δεν πρέπει να καταστρατηγεί την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

Γιατί είναι προφανές ότι ένας ερευνητής δεν μπορεί να αξιοποιήσει ένα δείγμα βιολογικού υλικού χωρίς να γνωρίζει αν ο δότης ήταν άνδρας ή γυναίκα, ασθενής ή υγιής, νέος ή ηλικιωμένος, αλλά ταυτόχρονα οι δότες πρέπει να διατηρούν την ανωνυμία τους.

Η αξία που αποδίδει η επιστημονική κοινότητα στις βιοτράπεζες φαίνεται και από το γεγονός ότι στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων από μικρά αποθετήρια βιολογικού υλικού έχουν εξελιχθεί τόσο ώστε να έχουν δημιουργηθεί τεράστια συνεργατικά δίκτυα υποδομών όπως η Διεθνής Εταιρεία Βιολογικών και Περιβαλλοντικών Αποθετηρίων (ISBER) και η Ερευνητική Υποδομή Βιομοριακών Πόρων (BBMRI). Γιατί, εν αντιθέσει ίσως με τις γνωστές μας τράπεζες, η αξία του περιεχομένου τους αυξάνει όταν μοιράζεται.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.