Στο άρθρο του Joshua Rothman στον New Yorker εξετάζεται πώς ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται σε μια ασταμάτητη ροή από ασύντακτες δηλώσεις, γεμάτες συναισθηματικά ερεθίσματα και χωρίς καμία συνεκτική δομή. Αυτή η νέα μορφή επικοινωνίας χαρακτηρίζεται από τον θρίαμβο του λόγου χωρίς ουσία, αλλά με μεγάλη συναισθηματική δύναμη. Και ενώ αυτό μπορεί να φαίνεται αποτελεσματικό στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο.

Ο ασύντακτος λόγος, όπως αυτός που χρησιμοποιεί συχνά ο Τραμπ, δημιουργεί την ψευδαίσθηση της αμεσότητας και της αυθεντικότητας. Δεν χρειάζεται να πει κάτι λογικό ή ακριβές – αρκεί να δημιουργεί εντυπώσεις. Ο λόγος του Τραμπ δεν έχει συνοχή, είναι ένα μπουκέτο από ατάκες που δεν εννοούν τίποτα, αλλά σου μένουν.

«ΕΙΜΑΙ Ο ΠΙΟ ΤΕΛΕΙΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ!». Ο μέσος άνθρωπος, βομβαρδισμένος από ασταμάτητη πληροφορία, δεν έχει χρόνο ή διάθεση να αναλύσει τη λογική ή την αλήθεια πίσω από τα λόγια. Αντ’ αυτού, παρασύρεται από τη συναισθηματική τους φόρτιση. Αυτή η προσέγγιση δεν είναι απλώς αποτελεσματική: είναι χειριστική.

Ο κίνδυνος εδώ έγκειται στο γεγονός ότι ο ασύντακτος λόγος παρακάμπτει την κριτική σκέψη. Δεν αφήνει χώρο για ερωτήσεις, αμφισβήτηση ή προβληματισμό. Οταν οι λέξεις δεν έχουν συνοχή, γίνονται εργαλείο εντυπώσεων και όχι αφορμή για διάλογο ιδεών. Ο Τραμπ το γνωρίζει αυτό και το εκμεταλλεύεται πλήρως, γεμίζοντας το δημόσιο πεδίο με έναν καταιγισμό δηλώσεων που δεν μπορούν να αξιολογηθούν, αλλά παραμένουν αξέχαστες.

Οι Δημοκρατικοί, από την άλλη, παραμένουν δεσμευμένοι σε έναν παλιό κώδικα πολιτικής επικοινωνίας. Ο δομημένος τους λόγος, γεμάτος λογική και στοιχεία, μοιάζει ακατάλληλος για την εποχή της συναισθηματικής φούσκας. Ενώ προσπαθούν να παρουσιάσουν μια στοιχειοθετημένη αλήθεια, αυτή φαίνεται ξύλινη σε έναν κόσμο που προτιμά τη γοητεία του αυθόρμητου και του απλοϊκού.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η λύση βρίσκεται στον ασύντακτο λόγο. Η κυριαρχία του έχει σοβαρές επιπτώσεις. Δημιουργεί ένα πολιτικό πεδίο όπου η αλήθεια γίνεται περιττή, η συνέπεια τιμωρείται και ο διάλογος αντικαθίσταται από ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Οι πολίτες παρασύρονται από τον θόρυβο, αποξενώνονται από την ουσία της πολιτικής και αφήνουν χώρο σε δημαγωγούς-λαϊκιστές που εκμεταλλεύονται αυτή την κατάσταση για να εδραιώσουν την εξουσία τους.

Η επικινδυνότητα του φαινομένου έγκειται στην αποδυνάμωση της δημοκρατίας. Οταν οι λέξεις χάνουν τη βαρύτητά τους, οι πράξεις και οι αποφάσεις που επηρεάζουν τις ζωές μας γίνονται αποτέλεσμα χειρισμού και όχι διαλόγου. Η δημοκρατία απαιτεί διάλογο, ακρίβεια και την αφοσίωση στη δύναμη της αλήθειας. Χωρίς αυτά, το πολιτικό σύστημα κινδυνεύει να καταρρεύσει κάτω από το βάρος του ίδιου του του θορύβου.